Ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Λάρισας σε ανακοίνωσή του σημειώνει πως «τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να γίνεται επίκαιρη η κουβέντα περί δημόσιου χώρου στη Λάρισα. Αναφέρονται χαρακτηριστικά η ψήφιση του νέου κανονισμού διαχείρισης των κοινόχρηστων χώρων της πόλης, η υποψηφιότητα της για τον τίτλο της “Πράσινης Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2016”. Και όλα αυτά γίνονται ακόμη πιο επίκαιρα υπό το πρίσμα των πρακτικών με τις οποίες επιχειρείται η αξιοποίηση του ελεύθερου καθώς και του κτισμένου δημόσιου χώρου.
Είναι γεγονός πλέον ότι τα ζητήματα του δημόσιου χώρου οφείλουν να αντιμετωπίζονται με τη μέγιστη δυνατή επιστημονική τεκμηρίωση, σε καθεστώς διαφάνειας και με τον μέγιστο βαθμό κοινωνικής αποδοχής. Οι αρχές της Βιώσιμης Ανάπτυξης δεν αποτελούνται πλέον από γενικόλογες αναφορές και ευχολόγια, αλλά από μετρήσιμα μεγέθη.
Ήδη από το 2011, αναγνωρίζοντας αυτά τα δεδομένα υπάρχει η νομοθετική πρόβλεψη που απαντά στα παραπάνω ζητούμενα ( ΥΑ 26804 – ΦΕΚ Β’ 1427-16/06/11 ) . Οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, καθιερωμένη μέθοδος αξιοποίησης του δημόσιου χώρου σε όλα τα αναπτυγμένα κράτη, αποτελούν πλέον τον κανόνα τον οποίον οφείλει να ακολουθήσει κάθε επέμβαση στον δημόσιο χώρο.
Με δεδομένο ότι ο δημόσιος χώρος αποτελεί το βασικό περιουσιακό στοιχείο της πόλης, πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η οικονομική και κοινωνική ζωή της, η ορθή διαχείρισή του οφείλει να είναι συνολική, μελετημένη και τεκμηριωμένη ως προς τα αποτελέσματά της. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί πλέον να είναι αποδεκτές επεμβάσεις αποσπασματικές και πρακτικές που διέπονται από ιδιοκτησιακή λογική.
Η προστασία των ελεύθερων χώρων στο πυκνοδομημένο κέντρο της πόλης θα πρέπει να αφορά τόσο τους ήδη θεσμοθετημένους Κοινόχρηστους Χώρους όσο και τα ελεύθερα οικόπεδα που δεν αποτελούν ιδιωτική περιουσία. Αυτό σημαίνει ότι οικόπεδα που ανήκουν με την ευρύτερη έννοια σε δημόσιους θεσμούς, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με την απαιτούμενη προσοχή και με κύριο μέλημα τη βελτιστοποίηση του αστικού περιβάλλοντος της πόλης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα (προς αποφυγή ελπίζουμε) αποτελεί η πρόθεση της Ιεράς Μητρόπολης για την ανέγερση 6όροφου κτιρίου με χρήση “Κέντρο Πρόνοιας και Διακονίας Απόρων” σε μια από τις πιο πυκνοδομημένες συνοικίες του κέντρου, στο εκκλησάκι του Αγίου Αθανασίου στην οδό Ροϊδου.
Εδώ εντοπίζεται η απόφαση του Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης (ΣΥΠΟΘΑ ) να κρίνει μια ήδη ολοκληρωμένη μελέτη, που συντάχθηκε από την Περιφέρεια, ως προς την απαίτηση ή όχι διενέργειας αρχιτεκτονικού διαγωνισμού μιας ήδη υφιστάμενης μελέτης(!) (άρα και την εκμαίευση της απόφασης). Πέρα όμως από το παράδοξο του να συντάσσει η Περιφέρεια μελέτη σε οικόπεδο που δεν είναι ιδιοκτησία της (λόγω της πλήρους ανυπαρξίας τίτλου του οικοπέδου) και να ζητά εκ των υστέρων γνωμοδότηση της μελέτης ως μη αξιόλογης, τίθεται και το ζήτημα της κρίσης ενός καθαρά αρχιτεκτονικού θέματος από μια επιτροπή στην οποία όχι μόνο δεν συμμετείχαν αρχιτέκτονες, αλλά παρευρίσκονταν 2 ιερείς που υποστήριξαν την μη σπουδαιότητα του έργου.
Ακόμα και αν δεν υπήρχε η υποχρέωση διεξαγωγής αρχιτεκτονικού διαγωνισμού βάσει της ΥΑ, η Ιερά Μητρόπολη ανταποκρινόμενη στο βαθύ αίσθημα πλουραλισμού και δημοκρατίας που επικαλείται, θα έπρεπε να ζητήσει η ίδια επιτακτικά διαγωνισμό. Αυτό θα αντικατόπτριζε τη σχέση της με το ποίμνιό της προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.
Διότι τελικά αυτού του τύπου οι ενέργειες μπορεί να είναι νομότυπες, δεν παύουν όμως να δημιουργούν ζητήματα ηθικής νομιμοποίησης τόσο για το ίδιο το έργο και την επιβάρυνση που θα επιφέρει στο περιβάλλον του όσο και για τη σκοπιμότητά του. Διότι θα πρέπει να αποτελεί βασικό κανόνα της οργάνωσης της πόλης η διαφύλαξη των ελεύθερων χώρων, η προσθήκη νέων καθώς και η σωστή και τεκμηριωμένη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας με όποια μορφή και αν υφίσταται, τόσο δημόσια όσο και δημοτική ή εκκλησιαστική.
Και φυσικά, με αυτήν την αφορμή, ζητάμε απ’ όλες τις υποψήφιες δημοτικές παρατάξεις να τοποθετηθούν πάνω στα ζητήματα της αρχιτεκτονικής της πόλης και της ποιότητας του δημόσιου χώρου της» καταλήγει η ανακοίνωση.