Από νωρίς στήθηκαν οι υπαίθριες ψησταριές, στο κέντρο και τις γειτονιές της Λάρισας. Και καθώς κόντεψε το μεσημέρι η κνίσα άρχισε να κανακεύει την όσφρηση αναδυόμενη από αμέτρητες γωνιές της πόλης. Πηγή της, η αυτοσχέδια διάσπαρτη λαϊκή γιορτή της Τσικνοπέμπτης, για να παραχθεί η απαραίτητη γαργαλιστική τσίκνα-πώς αλλιώς θα τιμηθεί η μέρα...
Από την Τετάρτη φυσικά οι προετοιμασίες. Οι μερακλήδες κάθονταν σ΄ αναμμένα κάρβουνα. Έπρεπε να προμηθευτούν όλα τα χρειώδη. Κι η παράδοση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στη Λάρισα, όλο και απλώνεται αποκτώντας επιπλέον οπαδούς.
Σε πεζόδρομους, σε πεζοδρόμια αλλά και στην άσφαλτο των δρόμων, μπροστά σε μαγαζιά πάσης φύσεως στήθηκαν οι υπαίθριες ψησταριές για τα ρεφενέ μικρά γλέντια της Τσικνοπέμπτης. Συνάδελφοι, γείτονες, φίλοι συνδράμουν ο καθένας με τον τρόπο του. Μπροστά σε εμπορικά καταστήματα, σε καφέ, σε μπαράκια, σε κρεοπωλεία-που διαθέτουν και την α΄ ύλη, σε προποτζίδικα, ακόμη και σε... γραφεία τελετών-να πεθάνει ο χάρος, τα κάρβουνα πήραν φωτιά και τα κρεατικά τη θέση τους από πάνω. Κρασιά και τσίπουρα στην πρώτη γραμμή επίσης, μουσικές από ηχητικά συστήματα που επιστρατεύτηκαν ή και από περιοδεύουσες ορχήστρες σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Μίνι ξεφαντώματα ξεδιπλώνονταν, όσο προχωρούσε το μεσημέρι. Μικρό διάλειμμα από την καθημερινότητα και τις έγνοιες της, μια προπόνηση για τα γλέντια της Αποκριάς που έπονται.
*Φυσικά το επίσημο τσίκνισμα των Λαρισαίων έλαβε χώρα τις βραδινές ώρες σε ταβέρνες, ψησταριές αλλά και σε σπίτια κι αυλές. Το έθιμο τηρήθηκε δεόντως.
Ζ.