Του Κ. Γκιάστα
Φωτ.: Λ. Τζέκας
Ο Μπρετ μπορεί να ζει στην πατρίδα της τζαζ και των μπλουζ, Νέα Ορλεάνη, όμως παίζει με λαχτάρα τον «Εργάτη» του Παναγιώτη Τούντα του μακρινού 1932. Η Σάρα ήρθε στην Ελλάδα μόλις μια φορά αλλά τη βλέπεις να μερακλώνει με τον «Ξεμάγκα» του 1935, σε ερμηνεία της Ρίτας Αμπάτζη. Ο Μπεν βέρος Νεορλεάνος κλείνει τα μάτια σαν ακούει τη Μαρίκα Παπαγκίκα να τραγουδάει «Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε».
Μαζί τους ο Ίαν και ο Ελληνοαμερικάνος Ηλίας και μπροστά τους βιολιά, ακορντεόν, κόντρα μπάσο, κιθάρα, τρομπέτα και μικρόφωνα.
Στην άκρη μια κατσαρόλα στην οποία ρίχνουν μέσα ό,τι λάχει. Γύρω τους ποδήλατα για να γυρνάνε τον κόσμο παίζοντας μουσική. Όχι ό,τι και ό,τι όμως. Προπολεμικά ρεμπέτικα από τα παιδιά της μακρινής Λουιζιάνα.
«Δεν έχουμε καμία ρίζα ελληνική πέρα του ενός φίλου μας του Ελληνοαμερικάνου που έπαιζε μπουζούκι στην Αμερική» εξηγούν και συνεχίζουν καθώς ετοιμάζουν τα όργανά τους για την παράσταση, «Υπάρχουν Έλληνες που ζουν και παίζουν μουσική στη Νέα Ορλεάνη και μας δίνουν έμπνευση». Κάποιος το αναλύει περισσότερο: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μικρή ιστορία και είναι φυσικό να επηρεάζεται από τα ευρωπαϊκά και αφρικανικά είδη. Εδώ στην Ελλάδα έχετε μεγάλη ιστορία και δεν επηρεάζεστε πολύ από τους υπόλοιπους. Δεν έχετε ανάγκη να το κάνετε. Όταν ακούσαμε το μπουζούκι και τα ρεμπέτικα προσπαθήσαμε να μάθουμε από πού προέρχονται και να που το βρήκαμε».
Ετοιμάζουν τα όργανα για να παίξουν. Σε μεγάλο βαθμό βασίζονται και στη γενναιοδωρία των περαστικών και όπως λένε «η ανταπόκριση του κόσμου είναι πολύ καλή. Οι Έλληνες είναι γενναιόδωροι, φιλόξενοι και πρόκειται από τους λίγους ψαγμένους λαούς που έχουμε γνωρίσει. Θα ξοδέψουν χρόνο για να μάθουν κάποιον. Παράλληλα όμως είναι και περίπλοκος λαός, όπως και η γλώσσα σας και η γραμματική σας» εξηγεί αγανακτισμένα ο Μπρετ που προσπαθεί να μάθει ελληνικά το τελευταίο διάστημα.
Η κουβέντα πάει στην οικονομική κρίση, περνάει στα χαρακτηριστικά των λαών και αυτόματα κάποιος κάνει έναν μουσικό (τι άλλο;) παραλληλισμό: «Όλοι έχουν ταυτότητα. Μουσική και μη. Για παράδειγμα η γερμανική παραδοσιακή μουσική είναι βαρετή καμία σχέση με τη βουλγαρική, τουρκική, ουγγρική και ελληνική που είναι σπουδαίες. Η γερμανική δεν έχει την αίσθηση του ρυθμού κάτι σημαντικό. Είναι απαίσια», μας μεταφράζει με νόημα η Βολιώτισσα Βανέσα που προστέθηκε πριν μερικές μέρες στην παρέα τους.
Από τη μια τα μπλουζ με τα οποία μεγάλωσαν τα συγκεκριμένα άτομα και από την άλλη τα ρεμπέτικα που γνώρισαν. Το κλάμα της ψυχής των νέγρων στη Λουιζιάνα και η πίκρα των λιμανιών της Πόλης και του Πειραιά. Οι ήρωες των τραγουδιών περιφρονημένοι, κυνηγημένοι και μερικές φορές παράνομοι. Δεν χρειάζεται μόρφωση για να εκφράσεις συναίσθημα.
Φυλακές, ναρκωτικά, τσακωμοί, φόνοι, φτώχεια, αδικία. Αυτήν είναι η σκληρή κοινωνία. Από τη μια τα ρεμπέτικα επηρεάστηκαν από δημοτική, βυζαντινή και λαϊκή μουσική και από την άλλη τα μπλουζ που συνδύασαν αφρικάνικη δημοτική και εκκλησιαστικά. Το αποτέλεσμα όμως;
Επιστροφή στο γραφείο. Ακούμε το «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά» του Μάρκου Βαμβακάρη και το «High Sheriff Blues» του Charley Patton. Άλλη γλώσσα, άλλο χρώμα, μα ίδιος πόνος…