Συνεπώς, οι ευχές, οι επιτροπές και οι προτάσεις για αντικατάσταση του κανονιστικού πλαισίου είναι ανάγκη να μετουσιωθούν, επιτέλους, σε πράξεις» τόνισε ο ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ι.Μ. Κονιδάρης, κάνοντας χθες το απόγευμα την εναρκτήρια ομιλία στην επιστημονική διημερίδα με θέμα «Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη και Εκκλησιαστικά Δικαστήρια».
Τις εργασίες έναρξης της διημερίδας, που συνδιοργανώνουν η Μητρόπολη Λάρισας και Τυρνάβου, ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας και η Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, συντόνισε το μέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου Χαρ. Ανδρεόπουλος, δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας Α.Π.Θ. και διευθυντής του Προτύπου Γενικού Λυκείου Λάρισας. Απευθύνοντας χαιρετισμό ο Μητροπολίτης Λάρισας σεβ. Ιερώνυμος υπενθύμισε ότι ο νόμος ψηφίστηκε την εποχή του Ελευθ. Βενιζέλου, σημειώνοντας ότι «μπορεί να θεωρείται απαρχαιωμένος, όμως μέχρι στιγμής έχει φανεί ο πλέον μακρόβιος και χρήσιμος», υπενθυμίζοντας, επίσης, τις συνεχείς μεταβολές στον Π.Κ. και στον Κ.Π.Δ.
Σημειώνοντας την ανάγκη εκσυγχρονισμού πρόσθεσε πως «η λύση είναι η Εκκλησία σε συνεννόηση με την Πολιτεία να προχωρήσει στην έκδοση κανονισμού Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, έτσι ώστε και επικαιροποιημένος να είναι ο Κανονισμός μας και να παρακολουθεί τις εξελίξεις».
Ακόμη, υπογράμμισε την ανάγκη «τα συμπεράσματα να γίνουν αποδεκτά και από την Ιερά Σύνοδο, και να γίνουν αφορμή για έναν εσωτερικό διάλογο μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, ώστε τελικά να βγούμε σε ένα εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο, αξιόπιστο, που να στηρίζει και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και κυρίως τα δικαιώματα της εκκλησίας, να μπορεί να είναι αποδεκτό και να έχουμε ασφάλεια δικαίου, τη βεβαιότητα ότι υπάρχει δικαιοσύνη στους χώρους της Εκκλησίας».
Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Τρύφων Τσάτσαρος απευθύνοντας χαιρετισμό, μεταξύ άλλων, σημείωσε την πεποίθησή του πως «οι εισηγήσεις της διημερίδας, αλλά και ο διάλογος που θα προκαλέσουν, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν ουσιαστικά τη γνώση των μυημένων στα ζητήματα της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, αλλά και, όσον αφορά τους λιγότερο εξοικειωμένους, αφενός θα καταστήσουν τον χώρο της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης σαφώς πιο οικείο, αφετέρου δε ίσως αποτελέσουν αφορμή για εναργέστερη ενασχόληση με αυτόν». Τέλος, ο πρόεδρος της Εταιρείας Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου Αθ. Κόντης απευθύνοντας χαιρετισμό τόνισε, μεταξύ άλλων, πως «τα θέματα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης ρυθμίζει ο πολιτειακός νομοθέτης, λόγω του ανέκαθεν κρατούντος συστήματος σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Μέχρι και σήμερα η διαδικασία στα εκκλησιαστικά δικαστήρια διέπεται από τον Ν. 5383/1932, ο οποίος συντάχθηκε σε μια άλλη εποχή, έχει εγγενείς νομοτεχνικές αδυναμίες, οι οποίες επιδεινώθηκαν διαχρονικώς με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις και σήμερα φαντάζει αναχρονιστικός, καθώς δεν έχει ενσωματώσει τις σύγχρονες νομοθετικές εξελίξεις στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων και ιδίως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, οι οποίες πλέον συνδιαμορφώνονται από την επίδραση του ενωσιακού δικαίου και ειδικά της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατά καιρούς έχουν γίνει απόπειρες αλλαγής ή αντικατάστασης του νόμου, οι οποίες μέχρι σήμερα έχουν αποβεί άκαρπες».
«ΠΟΛΥΠΑΘΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ»
Την εναρκτήρια ομιλία της χθεσινής συνεδρίας με θέμα «Πολύπαθη Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη» έκανε ο κ. Κονιδάρης. Ο ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠ σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εκκλησιαστική δικαιοσύνη πάσχει. Συνεπώς, οι ευχές, οι επιτροπές και οι προτάσεις για αντικατάσταση του κανονιστικού πλαισίου είναι ανάγκη να μετουσιωθούν, επιτέλους, σε πράξεις.
Θα πρέπει στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας αναρρυθμίσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας υπό το ισχύον Σύνταγμα να αποσαφηνιστεί καταρχάς εάν το νέο κανονιστικό πλαίσιο θα είναι νόμος της Πολιτείας ή κατ’ εξουσιοδότηση νόμου Κανονισμός της Εκκλησίας. Ως εκ του κρατούντος ανέκαθεν στην Εκκλησία της Ελλάδος συστήματος σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας θεωρήθηκε σχεδόν αυτονόητο ότι και τα θέματα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης ρυθμίζει ο νομοθέτης. Ήδη, όμως, ως εκ της παρεχόμενης πλέον στην Εκκλησία ευρείας νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως είναι φυσικό ότι η Εκκλησία θα ήθελε να ρυθμίζει η ίδια, και στο θέμα αυτό, τα του οίκου της.
Η ανάληψη από την ίδια την Εκκλησία της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, τόσο κατά το ουσιαστικό όσο και κατά το δικονομικό της σκέλος, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να οργανωθεί στο πλαίσιο που επιτάσσει το Σύνταγμα και οι γενικοί νόμοι της Πολιτείας». Ο ομιλητής καταλήγοντας υπογράμμισε ότι «η εκκλησιαστική δίκη, με έvαν λόγo, δεv επιτρέπεται, ακριβώς ως εκ της φύσεώς της, vα μηv έχει τo χαρακτήρα της «δίκαιης δίκης», όπως τηv αvτιλαμβάvεται και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα τoυ αvθρώπoυ. Το κυρίως ζήτημα είναι εάν η Εκκλησία είναι έτοιμη να προχωρήσει στην αντιμετώπιση των μειζόνων προβλημάτων που προϋποθέτουν τομές και ρήξεις με το ισχύον σήμερα σύστημα ή θα περιοριστεί και πάλι σε τεχνικές βελτιώσεις, οι οποίες δε λύνουν το πρόβλημα, αντιθέτως το διαιωνίζουν και το ωραιοποιούν...». Σημειώνεται πως εργασίες της επιστημονικής διημερίδας θα συνεχιστούν στις 9 σήμερα το πρωί, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δικηγορικού Μεγάρου (Δευκαλίωνος 18).