Συγκεκριμένα, ο αλγόριθμος θα υπολογίζει την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων και την αύξηση της αγοραστικής τους δύναμης, συνδέοντας το ύψος των μισθών με τον πληθωρισμό και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Με τον κατώτατο μισθό να φτάνει στα 950 ευρώ έως το τέλος του 2027, όπως δεσμεύθηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο, η συνολική αύξηση μεταφράζεται σε 46,2% από το 2019.
«Στο εξής θα απαγορεύεται διά νόμου η μείωση του κατώτατου μισθού, ενώ το ύψος της αύξησής του θα καθορίζεται από δύο κριτήρια: Από τη μία πλευρά τον ρυθμό ανάπτυξης και βελτίωσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και από την άλλη τον πληθωρισμό, αλλά τον πληθωρισμό ο οποίος πλήττει ειδικά τα χαμηλότερα εισοδήματα. Αυτό σημαίνει ότι όσο καλύτερα πηγαίνει η οικονομία, όσο βελτιώνεται η παραγωγικότητα, τόσο θα αυξάνεται ο πρώτος μισθός, αλλά και όσο ανεβαίνουν οι τιμές, τόσο θα αντισταθμίζουν οι αμοιβές αυτήν την αύξηση των τιμών. Εξάλλου, αυτή είναι η πορεία την οποία ακολουθούμε και όλα τα τελευταία χρόνια», είχε αναφέρει ο πρωθυπουργός της χώρας.
«ΣΤΟΠ» ΣΤΙΣ ΜΕΙΩΣΕΙΣ
Τη δέσμευση του πρωθυπουργού κλήθηκε να σχολιάσει ο Λαρισαίος οικονομολόγος-φοροτεχνικός Σπύρος Βαλιώτης, αναλύοντας τι θα σημαίνει αυτό για τους μισθωτούς, αλλά και τις επιχειρήσεις που θα κληθούν να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζομένων τους.
«Ο πρωθυπουργός στο περασμένο Υπουργικό Συμβούλιο επανέφερε τη δέσμευση για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ έως το 2027. Αυτό δεν ήταν κάτι νέο, το είχαμε ακούσει από το πρώτο έτος της θητείας αυτής της κυβέρνησης. Αυτό που είναι σημαντικό να δούμε, είναι τον τρόπο που θα αυξάνονται οι μισθοί μετά το 2027, που ίσως είναι ένα θετικό για τους εργαζόμενους», ανέφερε ο κ. Βαλιώτης.
«Ο υπολογισμός των αυξήσεων από το 2027 με νόμο θα είναι ανάλογος από την αύξηση του πληθωρισμού και τον ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει ότι σίγουρα θα είναι τέτοια η αύξηση που θα καλύπτει την αύξηση των προϊόντων, άρα το κάθε νοικοκυριό θα μπορεί να καλύψει και τις δαπάνες λόγω πληθωρισμού, ενώ θα υπάρχει η δυνατότητα να καλύψει νέες ανάγκες λόγω του ότι θα αυξηθεί επιπλέον ο μισθός», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Το επόμενο θετικό για τους εργαζόμενους σύμφωνα με τον κ. Βαλιώτη είναι η νομοθετική ρύθμιση που θα μπει σε ισχύ και θα απαγορεύει τη μείωση του κατώτατου μισθού. Η εργατική νομοθεσία δεν το επέτρεπε αυτό, αλλά έως και σήμερα δεν υπάρχει ένα άρθρο ενός νόμου να το προσδιορίζει. Πλέον δε θα έχουμε μείωση του κατώτατου μισθού με νόμο», εξηγεί ο οικονομολόγος.
ΑΓΩΝΙΑ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
«Οι επιχειρήσεις σίγουρα θα έχουν ένα μεγαλύτερο κόστος δαπάνης για τη μισθοδοσία τους, βέβαια αν υπάρχει ανάπτυξη κι αυτές συνεχίζουν να αναπτύσσονται δε θα έχουν μεγάλο κόστος. Η δαπάνη θα καλύπτεται με τον ρυθμό ανάπτυξης», απαντά ο κ. Βαλιώτης στο «βάρος» που θα επωμιστούν οι επιχειρηματίες.
Τα μεγάλα προβλήματα θα αντιμετωπίζουν οι «στάσιμες επιχειρήσεις» ή ακόμη κι αυτές που σημειώνουν λιγότερα κέρδη, «εκεί δυστυχώς το κόστος δαπάνης θα είναι μεγαλύτερο και προτείνεται η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών έτσι ώστε να έχουμε έναν ισοσκελισμό αυτής της δαπάνης».
Συγκεκριμένα, ο κ. Βαλιώτης ενημέρωσε ότι από το 2025 προβλέπεται μία μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1%, «θα μοιράζεται σε εργοδότη και εργαζόμενο, αλλά αυτό θα το δούμε όταν υπάρξει η νομοθετική ρύθμιση».
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Η πρώτη επίσημη αντίδραση στις κυβερνητικές προτάσεις ήρθε, όπως ήταν αναμενόμενο, από τη ΓΣΕΕ, η οποία εδώ και χρόνια ζητάει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον ορισμό του κατώτατου μισθού.
Σύμφωνα με τις επισημάνσεις της ΓΣΕΕ, στο προτεινόμενο σύστημα αυτόματου καθορισμού του κατώτατου μισθού «δεν πληρούνται ούτε τα ελάχιστα υποχρεωτικά κριτήρια που ορίζει η Οδηγία, δεν προβλέπεται ουσιαστική διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, ενώ αγνοούνται κριτήρια που αφορούν στο μέγεθος της οικονομικής υστέρησης και στη διαβίωση μεγάλης μερίδας των Ελλήνων κάτω από το όριο της φτώχειας και τα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Μια άλλη ένσταση των συνδικάτων είναι ότι το πόρισμα δε συνυπολογίζει άλλα υποχρεωτικά κριτήρια που ορίζει η Οδηγία, όπως το γενικό επίπεδο και την κατανομή των μισθών, τον ρυθμό αύξησης μισθών κ.λπ.
Τέλος, η «αλγοριθμική» αναπροσαρμογή του κατώτατου προβλέπει έναν μακρύ κατάλογο εξαιρέσεων, που απαγορεύουν κάθε αύξηση.
Μάλιστα, οι εξαιρέσεις αυτές δεν εξειδικεύονται, αλλά καλύπτονται από μια «βολική» αοριστία – π.χ. «όταν υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις». Έτσι, η συνδρομή έστω και μίας μόνο από αυτές τις εξαιρέσεις μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε μόνιμο πάγωμα του κατώτατου μισθού, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν άλλα στοιχεία, όπως η διαβίωση κάτω από τα όρια της φτώχειας, καταλήγει η ΓΣΕΕ.