Ο Οργανισμός αυτός θα έχει μικτή σύνθεση των οργάνων πολιτικής εποπτείας με εκπροσώπους κυβέρνησης και αυτοδιοίκησης και θα επεξεργαστεί τις κεντρικές κατευθύνσεις για τον σχεδιασμό των πολιτικών ανασυγκρότησης και τη σύνδεσή τους με τις εθνικές προτεραιότητες.
Αναλυτικότερα η εκδήλωση του ΕΝΑ με θέμα: «Το στοίχημα της ανασυγκρότησης της πλημμυροπαθούς Θεσσαλίας-Πλαίσιο, όροι και χρονοδιάγραμμα», ήταν συνέχεια της προηγούμενης που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Νοέμβριο με θέμα «Η Θεσσαλία μετά τις πλημμύρες: Μια πρώτη αποτίμηση» και αποσκοπούσε στη διερεύνηση του σοβαρού ζητήματος της ανασυγκρότησης της Θεσσαλίας από την πλευρά της διακυβέρνησης της όλης διαδικασίας.
Τεράστιες οι οικονομικές συνέπειες
Στην πρώτη εισήγηση ο γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ «Δήμητρα», Χρίστος Τσαντήλας έκανε μια απογραφή των επιπτώσεων την πλημμυρών Daniel και Elias σε ανθρώπινες ζωές, σε κατοικίες και υποδομές, στους φυσικούς πόρους έδαφος και νερό, στη φυτική και ζωική παραγωγή που μεταφράζονται σε τεράστιες οικονομικές ζημίες και κοινωνικές δραματικές επιπτώσεις.
Χάθηκαν 17 άνθρωποι, γκρεμίστηκαν και πλημμύρισαν εκατοντάδες σπίτια και διάφορες κατασκευές και υποδομές, καταστράφηκε μεγάλο μέρος της φυτικής και ζωικής παραγωγής, υποβαθμίστηκαν έντονα οι φυσικοί πόροι έδαφος και νερό, αφήνοντας αβέβαιο το μέλλον της γεωργίας. Αναλυτικότερα στη φυτική παραγωγή υπήρξε ολική καταστροφή παραγωγής στο 1/3 της καλλιεργούμενης έκτασης με βαμβάκι, αραβόσιτο, μηδική, ελαιοκράμβη και βιομηχανική τομάτα, στις δενδρώδεις καλλιέργειες και αμπέλια, ενώ στη ζωική παραγωγή χάθηκαν 85 χιλ. αιγοπρόβατα, 8 χιλ. βοοειδή, 23,5 χιλ. χοίροι, 260 χιλ. ορνιθοειδή, 12 χιλ. μελισσοσμήνη. Προτάθηκαν στη συνέχεια μέτρα αποκατάστασης που αναφέρονται στην αντιπλημμυρική προστασία της Θεσσαλίας, την αποκατάσταση των βασικών υποδομών, τη διασφάλιση νερού για άρδευση των καλλιεργειών, την προστασία των εδαφών, την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Οι οικονομικές συνέπειες εκτιμώνται σε 2,5 δις ευρώ και σε βάθος χρόνου στα 5 δις ευρώ, ενώ οι επιπτώσεις στη συνολική οικονομία της χώρας, σε βάθος τριετίας στα 38 δις ευρώ! Θεωρείται δεδομένη η μείωση του αγροτικού και αστικού εισοδήματος των Θεσσαλών.
Στη συνέχεια ο κ. Τσαντίλας ανέφερε πως «οι επιπτώσεις των πλημμυρών στα εδάφη παρουσιάζουν μεγάλη ανομοιογένεια και δεν μπορεί να προταθούν οριζόντια μέτρα. Στα άμεσα μέτρα χρειάζεται απογραφή καταστροφών με αναγνωριστική εδαφολογική μελέτη, αποστράγγιση πλημμυρισμένων εκτάσεων, αποκατάσταση αγροτικής οδοποιίας, αρδευτικών και στραγγιστικών δικτύων, γεωτρήσεων, αποκατάσταση εδαφών στις επικλινείς περιοχές. Στα μεσομακροπρόθεσμα μέτρα, σχεδιασμός της γεωργικής παραγωγής με βάση τα νέα κλιματικά δεδομένα, δημιουργία νέου επικαιροποιημένου εδαφολογικού χάρτη, οριοθέτηση και αξιολόγηση της Γεωργικής Γης, δημιουργία αγροκλιματικών ζωνών και αναδιάρθρωση καλλιεργειών».
Οι κυβερνητικές ευθύνες
Ακολούθησε από τον καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Μακεδονίας και επικεφαλής της Ερευνητικής Μονάδας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής Λόη Λαμπριανίδη εισήγηση με προτάσεις για ολοκληρωμένο μεσομακροπρόθεσμο σχεδιασμό της ανάπτυξης της περιοχής και της διαχείρισης του φιλόδοξου αυτού στόχου. Αναλύθηκε η παθογένεια και τα διαχρονικά προβλήματα της Δημόσιας Διοίκησης (Κεντρικής και Τοπικής) και της ελληνικής κοινωνίας που δημιούργησαν στερεότυπα, συνειδήσεις, αντιδράσεις και προσδοκίες που πρέπει να αλλάξουν. Τα αποτελέσματα ήταν η αυθαίρετη δόμηση από το Κράτος και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, στένεμα κοιτών ιδιαίτερα εκβολών, κάλυψη και μπάζωμα ρεμάτων για δημιουργία δρόμων, χώρων στάθμευσης κ.λπ, αλλά και από ιδιώτες πάνω σε ρέματα, πάνω στο κύμα κ.λπ. Επίσης έγινε αναφορά στις ευθύνες της κυβέρνησης για τον τρόπο που αντιμετώπισε την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τις πλημμύρες. Σύμφωνα με τον κ. Λαμπριανίδη «η καταστροφή δε θα μπορούσε να αποφευχθεί πλήρως, αλλά μπορούσε να μετριαστεί.
Δεν συνέβη γιατί υπήρξαν ολιγωρίες από κυβερνητικής και αυτοδιοικητικής πλευράς και απόρροιας διαχρονικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και της Δημόσιας Διοίκησης (Κεντρικής και Τοπικής) που εξελίσσονται για δεκαετίες και έχουν δημιουργήσει συνειδήσεις, στερεότυπα, αντιδράσεις και προσδοκίες που πρέπει να αλλάξουν. Ο κ. Λαμπριανίδης επέκρινε την κυβέρνηση γιατί αποφάσισε ότι τα προβλήματα που προέκυψαν από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία δε θα αντιμετωπιστούν με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, αλλά με την υλοποίηση μεμονωμένων έργων. Το υπουργείο Υποδομών ανέλαβε να παίξει τον πρώτο ρόλο και θα μπορεί να αναθέτει τα έργα με διαδικασίες εξπρές. Η χρηματοδότηση των έργων θα βασιστεί σε ένα συνδυασμό δωρεών και πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ανέθεσε μελέτη στην Ολλανδική Εταιρεία ΗVA τη διαχείριση των υδάτων, χωρίς ουσιαστική διαβούλευση, ενώ η έκθεση είναι προβληματική. Υπήρξαν πολλές αντιδράσεις απέναντι στην Έκθεση των Ολλανδών αμφισβητώντας βάσιμα την εγκυρότητα της μελέτης» κατέληξε.
Το μοντέλο διοίκησης
Τέλος, ο πρόεδρος του Διοικητικού Επιμελητηρίου Ελλάδος Κώστας Παπαδημητρίου, υποστήριξε πως η εμπειρία έχει αποδείξει ότι τα αυταρχικά μοντέλα είναι αναποτελεσματικά, αφού υπάρχει σύγχυση αρμοδιοτήτων, αδιαφάνεια, απόσταση από την κοινωνία, ενώ και τα μοντέλα χαλαρού συντονισμού είναι εξίσου αναποτελεσματικά.
Το ιδανικότερο είναι ένα μοντέλο πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, με πλήρη ενεργοποίηση δυνάμεων. Η Περιφέρεια Θεσσαλίας είναι αναγκαίο να αποφασίζει μόνη της για την ανάπτυξή της, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Θεσσαλίας (ειδική δομή, αυξημένες εξουσίες, λογοδοσία και αυστηρός έλεγχος), αξιοποιώντας όσα πετυχημένα μοντέλα δομών υπάρχουν κυρίως από το 2004 και μετά, το εθνικό θεσμικό πλαίσιο Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την Περιφερειακή Πολιτική ΕΕ (Εδαφική Συνοχή ως πολιτικό ισοδύναμο της θεωρίας ενδογενούς ανάπτυξης).
Γ. Ρούστας