Αντιδράσεις καταγράφονται τόσο από τα σωματεία εργαζομένων όσο και από τους κατοίκους της περιοχής, αλλά και τους κτηνοτρόφους – αγρότες των γύρω χωριών που εξυπηρετούνται από το εν λόγω κατάστημα.
Πιο αναλυτικά: Την Παρασκευή, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ε», έγινε γνωστό στους εργαζόμενους πως το υποκατάστημα που στεγάζεται στις κτιριακές εγκαταστάσεις της πρώην Ένωσης (εμπορικό κέντρο Gaia), θα σταματήσει τη λειτουργία του από τη Δευτέρα, δηλαδή χθες. Από χθες άρχισαν να μεταφέρονται όλες οι λειτουργίες και οι καρτέλες σε άλλα υποκαταστήματα, ενώ μέσα στις επόμενες ημέρες της εβδομάδας αναμένεται να ολοκληρωθεί η παύση όλων των λειτουργιών. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, το ΑΤΜ θα συνεχίσει να υπάρχει για το επόμενο διάστημα, αλλά είναι άγνωστο μέχρι πότε θα διατηρηθεί εκεί. Όσον αφορά στους εργαζόμενους να σημειωθεί πως πρόκειται για τέσσερα άτομα τα οποία θα μεταφερθούν σε άλλα υποκαταστήματα της πόλης, κάτι που είναι ευχάριστο καθώς δεν θα χαθεί καμία θέση εργασίας με την όποια εξέλιξη.
Αρνητική όμως είναι η εξέλιξη για τους κατοίκους και τους επαγγελματίες μιας μεγάλης περιοχής που εξυπηρετούνται από το κατάστημα, αλλά και για αγρότες και κτηνοτρόφους που δραστηριοποιούνται επί του οδικού άξονα της Λάρισας – Τρικάλων και ζούνε σε χωριά.
Το υποκατάστημα εξυπηρετεί χιλιάδες κατοίκους των περιοχών Φιλιππούπολη, Λιβαδάκι, Νεάπολη, Άγιο Θωμά, Ηπειρώτικα, ΔΕΥΑΛ, αλλά και τα χωριά Τερψιθέα, Μάνδρα, Κοιλάδα, Κουτσόχερο κ.α. Δεν έλειψαν μάλιστα και εκείνοι που σχολιάζοντας την εξέλιξη στην «Ε» κάνουν λόγο για ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση μιας μεγάλης περιοχής που πρόσφατα επλήγη από τις πλημμύρες και ακόμα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της.
Αγρότες και κτηνοτρόφοι επισήμαναν τη σπουδαιότητα ενός τέτοιου σημείου στην περιοχή, εξηγώντας πως πρέπει να μην υλοποιηθεί μια τέτοια απόφαση καθώς λειτουργεί εις βάρος τους.
ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ
Ο Β’ γραμματέας του Αντιπροσωπευτικού Σωματείου Εργαζομένων στην Τράπεζα Πειραιώς, κ. Μιχάλης Ωρολογάς, εξήγησε μιλώντας στην «Ε» πως πρόκειται για μια άσχημη εξέλιξη η οποία πληγώνει ακόμα περισσότερο μια περιοχή που πέρασε τόσο δύσκολες καταστάσεις πρόσφατα από τις πλημμύρες. Κατήγγειλε την τακτική της διοίκησης για συρρίκνωση και στάθηκε στον αιφνιδιαστικό τρόπο με τον οποίο ενημερώθηκαν οι τραπεζικοί υπάλληλοι την περασμένη Παρασκευή. Το μόνο ευχάριστο σημείωσε είναι πως διατηρούν τις θέσεις εργασίας οι τραπεζικοί υπάλληλοι μετά από παρέμβαση του Σωματείου.
ΑΠΕΡΓΙΑ
Εν τω μεταξύ, το Γενικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδας (ΟΤΟΕ) αποφάσισε την προκήρυξη 24ωρης Πανελλαδικής απεργίας αύριο Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου και τη συμμετοχή του κλάδου στις απεργιακές κινητοποιήσεις και στα συλλαλητήρια του Εργατικού Κέντρου Αθήνας και των κατά τόπους Εργατικών Κέντρων σε ολόκληρη τη χώρα. Όπως μάλιστα αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση «Η ΟΤΟΕ αναδεικνύει το κυρίαρχο πρόβλημα των εργαζομένων που είναι το σαρωτικό κύμα ακρίβειας, που απομειώνει δραστικά την αγοραστική δύναμη των μισθών και υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής τους.
Το Γενικό Συμβούλιο της ΟΤΟΕ, αποφάσισε την προκήρυξη πανελλαδικής απεργίας:
Γιατί η απληστία της αγοράς και το ράλι των τιμών, μετατρέπουν την καθημερινότητα των εργαζόμενων, των συνταξιούχων, της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών, σε μια αδιάκοπη μάχη για επιβίωση. Γιατί βρισκόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή επίθεση του «πληθωρισμού απληστίας» κάθε λογής κερδοσκόπων. Γιατί η χώρα μας είναι ουραγός στους μισθούς και πρωταθλήτρια στις τιμές και στα κέρδη σε ολόκληρη την Ε.Ε.
Γιατί στη χώρα μας μόνο το 25% των εργαζομένων καλύπτεται από Συλλογικές Συμβάσεις, ενώ η ευρωπαϊκή οδηγία συστήνει ότι αυτό πρέπει να φθάσει στο 80%.
Γιατί η επιλεκτική διατήρηση κάποιων διατάξεων της ΠΥΣ 6/2012, καθώς και μεταγενέστερων αντεργατικών νόμων που αφορούν τη μετενέργεια, την επέκταση των κλαδικών ΣΣΕ, την επίλυση των συλλογικών διαφορών μέσω του ΟΜΕΔ όταν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, ουσιαστικά επιβραβεύουν κάθε κακόπιστο εργοδότη.
Γιατί όλες αυτές οι ρυθμίσεις σε βάρος της ελευθερίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του δικαιώματος στην απεργία, έχουν δημιουργήσει ένα θεσμικό ναρκοπέδιο σε βάρος των συνδικάτων και της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων.