Στις επιπτώσεις στην απασχόληση των αστυνομικών και γενικότερα της αστυνόμευσης, με αφορμή και τα μέτρα τάξης κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικών διοργανώσεων που καθορίζονται από τα συνδρομητικά τηλεοπτικά κανάλια, αναφέρεται η Ενωση Αστυνομικών Λάρισας (ΕΑΛ) με επιστολή της προς τον ομοσπονδία αστυνομικών (ΠΟΑΣΥ).
Όπως σημειώνεται στην επιστολή της ΕΑΛ «είναι γνωστοί οι από ετών αγώνες του συνδικαλιστικού μας κινήματος όσον αφορά τη παρουσία αστυνομικών δυνάμεων σε επαγγελματικούς αθλητικούς αγώνες, εξυπηρετώντας κατ’ ουσία επιχειρηματικά συμφέροντα και γενόμενοι οι σχεδόν αποκλειστικοί υπεύθυνοι όταν κάτι πάει στραβά.
Το πρόβλημα αντί να λυθεί δυστυχώς γίνεται εντονότερο. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμαστε στην ετσιθελική στάση του συνδρομητικού καναλιού «ΟΤΕ TV», τo οποίο με κριτήριο αποκλειστικά τα οικονομικά οφέλη, τόσο δικά του όσο και των ομάδων, ορίζει ημέρες και ώρες αγώνων δίχως καν να ενημερώσει εκ’ των προτέρων την αρμόδια Διεύθυνση Αστυνομίας, η οποία τρέχει τελευταία στιγμή να ζητήσει αναβολή του παιχνιδιού , κάτι βέβαια που σχεδόν ποτέ δεν γίνεται δεκτό.
Χαρακτηριστικά πρόσφατα παραδείγματα είναι: ο ορισμός αγώνα κυπέλλου ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου και, ο αγώνας της football league (μεγάλου ενδιαφέροντος) το απόγευμα της 17ης Νοεμβρίου όταν θα είναι σε εξέλιξη οι πορείες. Αυτά σημαίνουν για μια περιφερειακή Υπηρεσία, όπως η Διεύθυνση Αστυνομίας Λάρισας, εξουθένωση του συνόλου του προσωπικού της, σχεδόν μηδενική πραγματική αστυνόμευση σε βάρος της ασφάλειας των πολιτών και προσθήκη δεκάδων οφειλομένων ημερησίων αναπαύσεων.
Μήπως εκτός από «υπάλληλοι» των ΠΑΕ-ΚΑΕ, κάποιοι μας θεωρούν πλέον και «υπαλλήλους» των καναλιών; Από 1-1-2015, σύμφωνα με τις επιταγές της τρόικας, έχουμε οριστική κατάργηση σχεδόν όλων των κοινωνικών πόρων στα ασφαλιστικά μας Ταμεία, ανάμεσα σε αυτούς προφανώς και τα τηλεοπτικά δικαιώματα. Άρα, με την κατάργηση τους υπάρχει πλέον λόγος παρουσίας μας εντός των αθλητικών εγκαταστάσεων;
Αναμένουμε με ενδιαφέρον την παρέμβαση της Ομοσπονδίας προς την πολιτική και φυσική ηγεσία μας, καθώς και τις απαντήσεις τους. Πρέπει να γίνει πλέον αντιληπτό ότι το ζήτημα δεν αφορά μόνο τα δικαιώματα του προσωπικού αλλά και το κύρος ολόκληρου του Σώματος» καταλήγει η ΕΑΛ.