Πρόκειται για δύο επιμέρους περιπτώσεις, κατά τις οποίες δύο ελληνικών συμφερόντων βιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στον θεσσαλικό κάμπο εντοπίστηκαν να έχουν διοχετεύσει ποσότητες με «ακατάλληλη» φέτα. Στην πρώτη από αυτές τις περιπτώσεις, η μία γαλακτοβιομηχανία εντοπίστηκε να έχει διαθέσει νοθευμένη με αγελαδινό γάλα φέτα, σε καταστήματα μεγάλης εκπτωτικής γερμανικής αλυσίδας που κατά το παρελθόν είχε δραστηριότητα και στην Ελλάδα.
Eν προκειμένω, οι συγκεκριμένες ποσότητες εντοπίστηκαν σε σημεία πώλησης που διατηρεί η εν λόγω αλυσίδα σούπερ μάρκετ στη Γαλλία. Οι ποσότητες αυτές αποσύρθηκαν από τα ψυγεία της αλυσίδας και διεκόπη η συνεργασία με τη συγκεκριμένη γαλακτοβιομηχανία. Πάντα σύμφωνα με το Capital, η αλυσίδα έστειλε χωρίς προειδοποίηση ελεγκτή και στο εργοστάσιο της βιομηχανίας στην Ελλάδα, όπου διαπιστώθηκε ότι οι συνθήκες παραγωγής δεν ήταν δόκιμες.
Στη δεύτερη περίπτωση μία ακόμα βιομηχανία, η οποία, όπως και η πρώτη, διατηρεί αμιγώς εξαγωγική δραστηριότητα με κύριο παραγόμενο προϊόν τη φέτα, εντοπίστηκε από άλλη γερμανική αλυσίδα στα καταστήματά της επί γερμανικού εδάφους να έχει διοχετεύσει φέτα στα ψυγεία της, έχοντας χρησιμοποιήσει κατά την παραγωγή της αγελαδινό γάλα.
Οι δύο νέες περιπτώσεις νοθείας στο εθνικό μας προϊόν, στη φέτα, προκάλεσε νέα αναστάτωση στον κτηνοτροφικό κλάδο.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Κτηνοτρόφων Θεσσαλίας, Δημήτρη Μπαλούκα, «δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι μας. Φωνάζουμε τα τελευταία χρόνια με μεγάλη ένταση ότι πρέπει να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι, να γίνουν αυστηροί, να ενισχυθούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και οι κυρώσεις που θα επιβάλλονται να είναι σοβαρές και να αποτρέπουν νέες νοθείες. Τα νέα περιστατικά δυσφημούν τον κλάδο και το εθνικό μας προϊόν. Δυστυχώς τα πράγματα για όλους στο μέλλον θα είναι πολύ δύσκολα. Κάποια στιγμή και η Διεπαγγελματική Οργάνωση Φέτας θα πρέπει να τοποθετηθεί δραστικά και να αφήσει την παθητική της στάση. Πρέπει να γνωρίζουμε το ισοζύγιο, πόσο γάλα παράγεται, από ποιους, πόσο διοχετεύεται στην αγορά και πού. Με αυτόν τον τρόπο θα λυθεί και το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, οι χαμηλές τιμές».