Αναβιώνει το έθιμο των Σκούφων

ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟΒΡΥΣΟ ΑΓΙΑΣ

Δημοσίευση: 04 Ιαν 2024 16:47

ΑΓΙΑ (Γραφείο «Ε»)
Του Νίκου Γουργιώτη

Ο Εξωραϊστικός Πολιτιστικός Σύλλογος Μεγαλοβρύσου Αγιάς θα αναβιώσει, μετά από 33 χρόνια, το έθιμο των Σκούφων, ένα πολύ παλιό έθιμο με διονυσιακό χαρακτήρα και ανάλογα τραγούδια, με κύριο στόχο να θυμηθούν οι παλιοί και να μεταφερθεί στις νεότερες και επόμενες γενιές άλλο ένα σημαντικό πολιτιστικό στοιχείο της τοπικής παράδοσης.

Το έθιμο θα παρουσιαστεί στο Μεγαλόβρυσο, την ημέρα των Φώτων, το Σάββατο 6 Ιανουαρίου, μετά τη Θεία Λειτουργία, στις 10:15 π.μ. Οι Σκούφοι, που θα αποτελούνται από οχτώ μέλη του Συλλόγου, θα ξεκινήσουν με τα παραδοσιακά τραγούδια από την εκκλησία προς την πλατεία και το Λαογραφικό Μουσείο (εφόσον οι καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες).
Ανατρέξαμε στο βιβλίο «Το Μεγαλόβρυσο της Αγιάς (Νιβόλιανη)», έκδοσης του 1998 της Κοινότητας Μεγαλοβρύσου, όπου ο συγγραφέας του Αντώνης Π. Παπαμιχαήλ δίνει πολλές πληροφορίες μετά από έρευνά του για το εν λόγω έθιμο.
Χαρακτηρίζει το έθιμο των Σκούφων και των καλάντων των Φώτων ως ένα θαυμάσιο μνημείο της δημοτικής μας ποίησης, στολίδι του λαϊκού μας πολιτισμού. Προσδιορίζει δε, υιοθετώντας έρευνα του Αγιώτη λαογράφου Βασίλη Μποτζώρλου, τις ρίζες του εθίμου στην αρχαία εποχή όταν κατά τις πρώτες ημέρες του μήνα Αγνανταίου (σημερινού Ιανουαρίου) γιόρταζαν οι Θεσσαλοί τα «κατ’ αγρούς Διονύσια» προς τιμήν του Διόνυσου, θεού του αμπελιού και του κρασιού.
Το έθιμο των Σκούφων, λέει ο Παπαμιχαήλ, ανέκαθεν πραγματοποιούνταν την ημέρα των Φώτων και «τ’ Αϊ-Γιαννιού». Η ομάδα των Σκούφων ήταν επταμελής. Απαρτίζονταν από τον Αγά (τιμητικός τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού στην Τουρκία), τον Καραγκιόζη, τον παπά, τον γιατρό, την κοκόνα (η λεπτοκαμωμένη, όμορφη, ελκυστική κοπέλα, χαϊδευτικός τίτλος) και από δύο τραγουδιστάδες. Λέγονταν Σκούφοι, επειδή όλη η ομάδα φορούσε σκούφους. Οι Σκούφοι δεν συνοδεύονταν ποτέ από λαϊκή ορχήστρα όταν τραγουδούσαν τα τραγούδια.
Το έθιμο στην επαρχία της Αγιάς υπήρχε στο Μεγαλόβρυσο και στη συνέχεια στο Μεταξοχώρι και διατηρήθηκε μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα μόνο στο Μεγαλόβρυσο. Εμφανίστηκε δε λίγο στην Καρίτσα και στη Μελίβοια.
Ας δούμε, όμως, το ντύσιμο και τον ρόλο που υποδυόταν κάθε μέλος της ομάδας των Σκούφων.
Ο Αγάς, που ήταν ο αρχηγός της ομάδας και ο άντρας της κοκόνας, έπρεπε να είναι ψηλός, εύσωμος, όμορφος. Φορούσε την καλύτερη στολή ενός Βλάχου φουστανελοφόρου και στο κεφάλι φορούσε ένα μεγάλο, κωνικό, χάρτινο σκούφο με πολλές φούντες.
Ο νέος που υποδυόταν την κοκόνα έπρεπε να είναι λεπτοκαμωμένος, μέτριος στο ανάστημα, όμορφος και να συμπεριφέρεται σαν γυναίκα. Φορούσε τη γιορτινή γυναικεία ενδυμασία, που ήταν προσαρμοσμένη στη μόδα της κάθε εποχής. Στο τεχνητό, με μπαλόνια, στήθος φορούσε τα χρυσαφικά και τα στολίδια μιας νιόπαντρης γυναίκας. Στο πρόσωπο είχε έντονο βάψιμο με κοκκινάδι και πούδρα, στα μάτια φορούσε γυαλιά και στο κεφάλι φορούσε ένα χάρτινο, κυκλικό στέμμα με το άστρο και γύρω-γύρω με βαμμένα κοκοτόφτερα. Η κοκόνα ήταν γυναίκα του Αγά, πραγματική κυρία, το στολίδι και καμάρι όλης της παρέας. Με τα θέλγητρα, τα καμώματα και την πρόκλησή της δημιουργούσε την πιο ευχάριστη ατμόσφαιρα γύρω της, που συνοδεύονταν με ξεκαρδιστικά γέλια, καθώς όλοι ήθελαν να την πειράξουν και να τη χαρούν. Η κοκόνα συνοδευόταν από τον Αγά και προστατευόταν από όλη την ομάδα. Στα χέρια της φορούσε άσπρα γάντια και κρατούσε τα γυαλισμένα, μπρούτζινα, κυκλικά ζίλια που τα χτυπούσε στον ρυθμό των τραγουδιών. Πολλές φορές κρατώντας το ντέφι (νταϊμπουρά) στα χέρια της μάζευε τα φιλοδωρήματα.
Ο Καραγκιόζης ήταν ο χωροφύλακας της ομάδας και ο σωματοφύλακας του ζευγαριού Αγά - κοκόνας. Ήταν ο πιο φτωχικά ντυμένος στην ομάδα. Φορούσε ένα χολέβι, τσαρούχια με φούντες και μία πουκαμίσα με μακριά μανίκια. Στο κεφάλι φορούσε κολοκοτρωναίικο σκούφο. Κρατούσε στο ένα χέρι τον νταϊμπουρά και συνήθως μάζευε τα φιλοδωρήματα. Στο άλλο χέρι κρατούσε τη μασιά (μεταλλική, πλατιά τσιμπίδα, με την οποία βγάζουμε τα κάρβουνα από τη φωτιά). Η μασιά ήταν το αμυντικό του μέσο. Με αυτήν επιτιθόταν, όταν κάποιος πείραζε την ομάδα και ιδιαίτερα την κοκόνα, την οποία, όμως, είχε το προνόμιο να πειράζει μόνο αυτός.
Ο παπάς ήταν το σεβάσμιο πρόσωπο της ομάδας, τον οποίο δεν πείραζε κανένας. Φορούσε ράσα και στο πρόσωπο είχε γένια και μουστάκια. Με το ένα χέρι κρατούσε ένα θυμιατό που έφτιαχνε μόνη της η ομάδα και με το άλλο ευλογούσε τον κόσμο.
Ο γιατρός ήταν το σοβαρότερο πρόσωπο στην ομάδα, φυσικά μετά τον Αγά. Φορούσε, όπως και ο Αγάς, τη βλάχικη στολή του φουστανελοφόρου. Ήταν καθαρός, φρεσκοξυρισμένος, φορούσε κολάρο στον λαιμό και γραβάτα. Στο κεφάλι φορούσε κόκκινο φέσι. Το κόκκινο φέσι παλιότερα στην περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν φοριόταν μόνο από τους Τούρκους, αλλά και από τους λεβεντονιούς, τους μερακλήδες. Ο γιατρός στο χέρι κρατούσε ένα μικρό ξύλινο βαλιτσάκι με τα ιατρικά σύνεργα. Στον λαιμό κρεμόταν ένα αυτοσχέδιο ακουστικό με δύο κλωστές και δύο λεμονόκουπες. Προορισμός του γιατρού ήταν να παρέχει τις πρώτες βοήθειες στην ομάδα για κάθε ενδεχόμενο. Όλα τα μέλη της ομάδας στο πρόσωπο φορούσαν μάσκες χάρτινες, τις οποίες έφτιαχνε η ομάδα για να μην αναγνωρίζονται.
Το έθιμο των Σκούφων παλιότερα ερέθιζε και ευαισθητοποιούσε πολλούς νέους, τονίζει στο βιβλίο του ο Αντώνης Παπαμιχαήλ. Η λεβέντικη φορεσιά, η εύθυμη και ξέγνοιαστη παρέα της ομάδας, τα μελωδικά χορωδιακά τραγούδια, το αρκετό φιλοδώρημα που μάζευαν και που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία γλεντιών με φαγοπότια, όργανα και χορούς, ήταν τα πλεονεκτήματα που ερέθιζαν τους νέους. Από το 1925-1940 οι Σκούφοι παίζονταν στο Μεγαλόβρυσο από δύο και τρεις ομάδες. Ανάμεσα στις ομάδες υπήρχε συναγωνισμός και άμιλλα ποια απ’ όλες θα εμφανιζόταν καλύτερα στο χωριό. Αλλά και όλοι οι συγχωριανοί περίμεναν τους Σκούφους να τους χαρούν, να γελάσουν, να ακούσουν τα μελωδικά τραγούδια, όποιο ενδιέφερε τον καθένα και τέλος να πειράξουν την κοκόνα και να προσπαθήσουν να βάλουν φωτιά στους σκούφους του Αγά και του Καραγκιόζη, για να δημιουργήσουν χαρούμενη ατμόσφαιρα. Φώτα χωρίς Σκούφους δεν νοούνταν παλιότερα στο Μεγαλόβρυσο.
Οι στίχοι των καλάντων των Φώτων της επαρχίας Αγιάς, που τραγουδούσαν οι Σκούφοι, είναι πρωτόφαντοι, γεμάτοι λυρισμό και ανθρωπιά, πλαισιωμένοι από έναν σωρό καλολογικά στοιχεία και ξεκινούν από δύο βασικές αφετηρίες, την ευχή και το εγκώμιο. Οι μασκαρεμένοι Σκούφοι, τραγουδιστές αυτόκλητοι, περαστικοί στα λίγα λεπτά της επίσκεψής τους, διατράνωναν την ευχή, την ελπίδα, τη χαρά, την αισιοδοξία και το καλοχρόνισμα στο κάθε σπιτικό. Τραγουδούσαν τα «λόγια κάλαντα» έξω από την εκκλησία και τα οικογενειακά τραγούδια στα σπίτια. Οι Σκούφοι, ακολουθούμενοι από ένα τσούρμο μικρών παιδιών, έπαιρναν με σειρά τα σπίτια της συνοικίας που λειτουργούσε εκείνη την ημέρα η εκκλησία και άρχιζαν τα τραγούδια. Όλη την ημέρα γύριζαν από σπίτι σε σπίτι όλο το χωριό, τραγουδώντας χωρίς διακοπή. Εάν τελείωναν, κατέβαιναν στα κοντινά χωριά στο Μεταξοχώρι, τους Νερόμυλους και στην Αγιά, και τραγουδούσαν τα ίδια τραγούδια. Λέγεται ότι με αυτόν τον τρόπο διαδόθηκε το έθιμο από το Μεγαλόβρυσο και σ’ αυτά τα χωριά. Όλοι στο Μεγαλόβρυσο περίμεναν τους Σκούφους. Ο νοικοκύρης και η νοικοκυρά του σπιτιού στην αυλόπορτα τους καλωσόριζαν και τους κερνούσαν κρασί, τσίπουρο, γλυκό και διάφορους μεζέδες, δίνοντας και ένα καλό φιλοδώρημα, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα που είχε η κάθε οικογένεια. Όλο το χωριό τα Φώτα και τ’ Άι Γιαννιού ζούσε στον παλμό και στον ρυθμό αυτών των τραγουδιών, όπως:Αφέντη μου, Αφέντη μου,
πέντι φουρές αφέντη,
πέντι φουρές αφέντιψις
κι πάλι αφέντης είσι.
Για βάλι τα πατίκια  σου
κ’ έβγα στον Μισοχώρι.
Αν έβρεις Τούρκου δείρι τουν,
Ρουμιό δικαίουσέ τον.
Αν έβρεις κι μικρά πιδιά
κι αυτά ουρμήνιψέ τα.
Αυτά πάν’ στου καπηλιό
κι λεν για την υγεία σου.
Για την υγεία σου, αφέντη μου,
για την πουλυχρονιά σου.Το έθιμο των Σκούφων μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο άρχισε να χάνει την παλιά προπολεμική του αίγλη που παιζόταν από δύο και τρεις ομάδες. Σ’ αυτό, βέβαια, συνετέλεσε και η φυγή πολλών νέων εξαιτίας των πολέμων. Ωστόσο, οι Σκούφοι παίζονταν και τα τραγούδια τραγουδιούνταν κάθε χρόνο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Και αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια της περιόδου αυτής παίζονταν μόνο στο Μεγαλόβρυσο από όλη την επαρχία της Αγιάς. Η αλλαγή του τρόπου ζωής στην ύπαιθρο, τα ενδιαφέροντα των νέων που υπαγορεύονταν από τη σύγχρονη νεοελληνική ζωή των αστικών κέντρων οδήγησε το έθιμο στον αφανισμό.
Οι Σκούφοι δεν ξαναπαίχτηκαν στο χωριό και τα υπέροχα αυτά μελωδικά άσματα έπαυσαν να ακούγονται στις αυλές των σπιτιών. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1980 έγινε μια προσπάθεια αναβίωσης του εθίμου από μια ομάδα Μεγαλοβρυσιωτών που το έζησαν στα χρόνια της ακμής του. Για τον καθένα προβάλλει το χρέος της διάσωσης αυτών των πολιτιστικών στοιχείων, όχι μόνο με την προφορική αφήγηση ή με τη δημοσίευση, αλλά με την αναβίωση του εθίμου. Η αναβίωσή του που επιχειρεί φέτος ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μεγαλοβρύσου είναι κάτι παραπάνω από σημαντική και πολύτιμη, και καλούνται όλοι, μέλη και φίλοι του Συλλόγου, να ζήσουν από κοντά αυτό το όμορφο έθιμο.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass