Εκφράζει τους προβληματισμούς της για το εν λόγω εγχείρημα και σημειώνει τα εξής: «Η απάντηση σε ένα φαινόμενο τέτοιας έντασης και έκτασης δεν μπορεί να περιοριστεί απλά στην υποδοχή των καταγγελιών -με την εντυπωσιακή εξαίρεση των εκπαιδευτικών από τη δυνατότητα να καταγγείλουν περιστατικά τέτοιου χαρακτήρα σε βάρος τους-, αλλά σε μια πολυπαραγοντική πολιτική, η οποία θα επαναφέρει τον άνθρωπο ως κυρίαρχη αξία σε κοινωνία και σχολείο.
Την ίδια ώρα η ηγεσία του Υπουργείου δεν έχει ξεκαθαρίσει το νομικό καθεστώς της προστασίας που θα περιβάλλει τους εκπαιδευτικούς σε περιπτώσεις που θα γίνονται αντικείμενα κακόβουλων και χωρίς αντικείμενο καταγγελιών.
Ποια θα είναι η πραγματικότητα που θα αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί διοικητικά, υπηρεσιακά και νομικά σε μια τέτοια περίπτωση;
Η ανάγκη διαμόρφωσης ενός πλέγματος νομικής προστασίας και υποστήριξης των εκπαιδευτικών γίνεται επιτακτική, καθώς πληθαίνουν κινήσεις με νομικό χαρακτήρα και διοικητικό πρόσημο εναντίον τους.
Η ανάγκη διαμόρφωσης ενός νομικού συμπαραστάτη μέσα από μια οργανωμένη υπηρεσία νομικής υποστήριξης πρέπει να συμπληρωθεί από μια αντίστοιχη νομοθετική παρέμβαση που θα προσδιορίζει με ακρίβεια και πληρότητα τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα δίνεται ουσιαστική νομική και τεχνική υποστήριξη στους εκπαιδευτικούς.
Μαθητές και μαθήτριες, γονείς και εκπαιδευτικοί, Κοινωνία και Πολιτεία οφείλουμε να δώσουμε τις απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα της κυριαρχίας της βίας με έναν τρόπο που θα διασφαλίσει την ουσία της παιδαγωγικής λειτουργίας σε ατμόσφαιρα συνεργασίας και όχι καχυποψίας».