Οι πραγματογνώμονες, που ορίστηκαν με εισαγγελική εντολή, με την έρευνά τους επιβεβαιώνουν με αποδείξεις πως τα εγκατεστημένα συστήματα ασφαλείας (σ.σ. τηλεδιοίκηση, σύστημα ETCS κ.λπ.) είχαν εγκαταλειφθεί, για να υπογραμμίσουν με έμφαση πως η λειτουργία τους «θα απέτρεπε με βεβαιότητα το συμβάν και χωρίς την απαίτηση ανθρώπινης παρέμβασης».
Συστήματα ασφαλείας η μη λειτουργία των οποίων θα «διόρθωνε τις ανθρώπινες πράξεις» που είχαν ως αποτέλεσμα το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου, σε μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά σιδηροδρομικά χρονικά, μετωπική σύγκρουση της επιβατικής αμαξοστοιχίας (IC 62) με την εμπορική (63503) που στοίχισε τη ζωή σε 57 επιβαίνοντες, ενώ δεν μπορεί να αποτιμηθεί το ψυχολογικό κόστος των 180 επιβατών που τραυματίστηκαν.
Η μη λειτουργία των συστημάτων ασφαλείας που αναδεικνύει η έρευνα των πραγματογνωμόνων αποτελεί μια εξαιρετικά σοβαρή διάσταση που γεννά ερωτηματικά για τα μέτρα εκείνα (αποφάσεις, συμβάσεις κ.λπ.) που δεν ελήφθησαν έγκαιρα, έτσι ώστε να αποτραπεί η τραγωδία και στο πλαίσιο αυτό οι τυχόν ευθύνες υπηρεσιακών παραγόντων (διαχρονικά) θα αναζητηθούν στο πλαίσιο της δικαστικής έρευνας.
ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΩΡΕΣ
Οι δύο πραγματογνώμονες, όπως και οι αστυνομικοί του Τμήματος Τροχαίας Λάρισας, με εισαγγελική εντολή (σ.σ. η κατεύθυνση της έρευνας μνημονεύεται στην τελευταία ανακοίνωση ποινικολόγου) ανέλαβαν αμέσως έργο και προτού ακόμη αποτυπωθούν οι πραγματικές διαστάσεις της τραγωδίας. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ε», στις 03.05’ τα ξημερώματα της 1ης Μαρτίου αστυνομικοί της Τροχαίας, μετά από μία ώρα έρευνας στο Σταθμαρχείο και έχοντας κατάσχει έγγραφα (σ.σ. έτσι αποδείχθηκε η χρήση blanco) προσήγαγαν τον 59χρονο Λαρισαίο Σταθμάρχη και τον Κλειδούχο, με τον Σταθμάρχη να συλλαμβάνεται μετά την εξέτασή του. Εξέταση που ολοκληρώθηκε το απόγευμα της 1ης Μαρτίου και όταν ακόμη ο αριθμός των νεκρών ανερχόταν σε 35, αφού η έρευνα βρισκόταν σε εξέλιξη.
Οι πραγματογνώμονες ορίστηκαν στο μεταξύ με προφορική εντολή και στις 4 τα ξημερώματα βρίσκονταν ήδη στον τόπο της τραγωδίας. Στις 6.30 παρέλαβαν τον διορισμό τους από την Τροχαία και στη συνέχεια πήγαν για αυτοψία στο Σταθμαρχείο Λάρισας, όπου ήλεγξαν τον Τοπικό Πίνακα Χειρισμών, αλλά και για την ανταπόκριση του κλειδιού διακλάδωσης σιδηροτροχιών (Νο118) στην Καραγάτση. Κλειδί που λειτουργούσε κανονικά, όπως επιβεβαίωσαν οι πραγματογνώμονες (μετά από δοκιμές) και ενδεχομένως να είχε ξεχαστεί στη λάθος θέση από το βράδυ -και πριν το δυστύχημα- όταν χρειάστηκε να κινηθεί προς τον Σ.Σ. Λάρισας ο Προαστιακός από Θεσ/νίκη για να μπει σε θέση «μόρτα».
Στις 11 π.μ. έκαναν αυτοψία εκ νέου στον τόπο του συμβάντος, όπου ελέγχθηκε το σιδηροδρομικό δίκτυο σε κοντινή απόσταση από το δυστύχημα και προς τις δύο κατευθύνσεις (Αθήνα - Θεσσαλονίκη) και «διαπιστώθηκε η ύπαρξη ραδιοφάρων (balise) του συστήματος ETCS επί της γραμμής καθόδου». Στις 17:00 επέτρεψαν στον Σταθμό του ΟΣΕ στη Λάρισα, όπου παρουσία αξιωματικών του Τ.Τ. Λάρισας, εκπροσώπου του ΟΣΕ, εκπροσώπου της Hellenic Train, εκπροσώπου της ΕΡΓΟΣΕ και εκπροσώπου της ALSTOM εξήχθησαν τα δεδομένα από το σύστημα καταγραφής συμβάντων με βάση τις κινήσεις που έγιναν ιδίως στον Τοπικό Πίνακα Χειρισμού και Οπτικού Ελέγχου του Σ.Σ. Λάρισας.
ΕΝΑΜΙΣΙ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα βράδια οι πραγματογνώμονες παρατηρούν πως «το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023 και συγκεκριμένα το χρονικό διάστημα 23.02 – 23.04 (ώρα αναχώρησης της IC62 από τον Σταθμό της Λάρισας), σύμφωνα με το βιβλίο εξασφάλισης υπηρεσίας «δεν πραγματοποιήθηκε «χάραξη» διαδρομής» της IC62, «σύμφωνα με τα στοιχεία καταγραφής του Τοπικού Πίνακα Χειρισμών», όπως αναφέρεται στο πόρισμα.
Οι μηχανοδηγοί εκτιμάται πως δεν πρόλαβαν καν να συνειδητοποιήσουν τη λάθος πορεία της IC62 για να προλάβουν να αντιδράσουν. Αφού, όπως αναφέρεται στο πόρισμα, «1,5 - 2 δευτερόλεπτα περίπου πριν τη διακοπή του ρεύματος πραγματοποιήθηκε ενεργοποίηση της Πέδης Ανάγκης, η οποία, όμως, δεν κατέστη δυνατό να μειώσει την ταχύτητα της εμπορικής αμαξοστοιχίας, με αποτέλεσμα αυτή να συγκρουστεί με την επιβατική αμαξοστοιχία με ταχύτητα περίπου 95 km/h».
Η Ενιαία Τηλεδιοίκηση Λάρισας (σ.σ. που θα λειτουργούσε ως πρόσθετη δικλείδα ασφαλείας, καθώς θα έβλεπε σε ποια σημεία κινούνται τα τρένα) έπαψε να λειτουργεί από το 2019, ενώ μετά και την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στις 29 Ιουνίου 2019 στο ύψος του Εργοστασίου Ζαχάρεως, όπως και από τις κλοπές υλικών οι όποιες συντηρήσεις αφορούν τοπικά, σε τμήματα του σιδηροδρομικού δικτύου.
Στο πόρισμα καταγράφονται, επίσης, τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που είναι «ορατή» η IC62 στον Τοπικό Πίνακα Χειρισμών και για τα «1.400 μ. έως ότου συναντά τη διακλάδωση (κλειδί) Νο 118». Χωρίς Τηλεδιοίκηση ο Σταθμάρχης «δεν βλέπει» την πορεία του τρένου, γι’ αυτό και δηλώνει έκπληκτος ή απορημένος όταν πληροφορείτε από το Κέντρο Άμεσης Δράσης της ΕΛ.ΑΣ. πως έγινε μετωπική στο ύψος του Ευαγγελισμού. Η αμαξοστοιχία είναι ορατή στον πίνακα για 3.400 μ.
Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν λειτουργεί η φωτοσήμανση της γραμμής στο τμήμα Λάρισας - Νέων Πόρων (σ.σ. γι’ αυτό εγκρίνεται η κίνηση, ενώ το φωτόσημα στην έξοδο από Λάρισα προς Ν. Πόρους ήταν κόκκινο), ενώ ελλιπής είναι η λειτουργία του συστήματος GSM R (δικτύου κινητής τηλεφωνίας σιδηροδρόμου) που θα επέτρεπε την επικοινωνία των μηχανοδηγών των αμαξοστοιχιών, μεταξύ τους, αλλά και με τους σταθμάρχες. Σημειώνεται πως σήμερα, μετά δηλαδή το δυστύχημα, το σύστημα GSM R είναι σε λειτουργία.
Οι πραγματογνώμονες στα συμπεράσματά τους αναφέρονται αναλυτικά στη μη λειτουργία της τηλεδιοίκησης, τη μη λειτουργία του εγκατεστημένου επί της γραμμής και των συρμών συστήματος ETCS που με την παράλληλη λειτουργία των ελεγχόμενων πεδίων γραμμής και της φωτοσήμανσης «θα απέτρεπε με βεβαιότητα το συμβάν και χωρίς την απαίτηση ανθρώπινης παρέμβασης». «Κατά τον χρόνο του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, δεν λειτουργούσαν τα συστήματα ελέγχου κατάληψης πεδίων γραμμής και η φωτοσήμανση» τονίζεται χαρακτηριστικά στο πολυσέλιδο πόρισμα, στο οποίο με βάση και βιντεοληπτικό υλικό που κατασχέθηκε από πολλές κάμερες, περιγράφονται πτυχές του δυστυχήματος, σύμφωνα πάντα με την εισαγγελική εντολή γύρω από τα συστήματα ασφαλείας.
ΑΠΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤO 2018
Λόγω της σφοδρότητας της σύγκρουσης δεν εντοπίζεται το καταγραφικό της IC62, ενώ το Σάββατο 4 Μαρτίου εντοπίζονται τα καταγραφικά (ταχογράφοι) των ηλεκτραμαξών της εμπορικής. Το καταγραφικό ETCS της εμπορικής το οποίο «καταγράφει στοιχεία, όπως την ταχύτητα του τρένου, την πέδη ανάγκης, τη χρήση ηχητικής προειδοποίησης (κόρνα), την έλξη του κινητήρα, καθώς και άλλες παραμέτρους» εντοπίστηκε την επομένη του δυστυχήματος και παραδόθηκε στους πραγματογνώμονες από αστυνομικούς του Τμήματος Τεμπών.
Για την ανάγνωση των δεδομένων στις 30/05/2023 στο γραφείο του κ. Μπακαΐμη βρίσκονται στη Λάρισα τέσσερις Ιταλοί τεχνικοί της εταιρείας που είχε εγκαταστήσει το σύστημα ETCS στις συγκεκριμένες ηλεκτράμαξες.
Η προσπάθεια, ωστόσο, ανάκτησης δεδομένων του καταγραφικού δεν κατέστη εφικτή «λόγω μη επικοινωνίας του καταγραφικού με τον υπολογιστή». Έτσι, αναζητήθηκε εκ νέου βοήθεια από εταιρεία που εδρεύει στη Αθήνα, η οποία «αντιπροσωπεύει την εταιρεία HASLER RAIL στην Ελλάδα και είναι η μόνη αρμόδια εταιρεία που θα μπορούσε να ανοίξει το καταγραφικό για τη διαπίστωση του προβλήματος της επικοινωνίας με τον Η/Υ».
Στις 9 Ιουνίου στον Γέρακα, πραγματοποιήθηκε ανάκτηση των δεδομένων του καταγραφικού, σημειώνεται στο πόρισμα «για να διαπιστωθεί η από τοποθέτηση της μνήμης RAM από τη μητρική πλακέτα του μηχανήματος (αυτός ήταν και ο λόγος μη επικοινωνίας του καταγραφικού με τον Η/Υ). Από την ανάλυση των δεδομένων του καταγραφικού διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο καταγραφικό ήταν απενεργοποιημένο από τις 19/06/2018, όταν ήταν και η τελευταία ημερομηνία καταγραφής δεδομένων. Τα τελευταία και μοναδικά δεδομένα που είχε καταγράψει, ήταν δεδομένα συντεταγμένων GPS από την περιοχή Μενεμένη Θεσσαλονίκης», όταν δηλαδή έγινε η δοκιμή εγκατάστασης του συστήματος και από τότε παρέμεινε κλειστό, ανενεργό.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ
Οι 7 τόνοι ελαίου προκάλεσαν ένα «σπρέι που εξαπλώθηκε παντού»
ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΦΩΤΙΑΣ
Οι πραγματογνώμονες δίνουν έμφαση στον «προσδιορισμό του σημείου έναρξης της φωτιάς, αλλά και για την εξάπλωση αυτής» αμέσως μετά τη σύγκρουση των αμαξοστοιχιών, που είχε ως αποτέλεσμα την πυρκαγιά στα βαγόνια Νο1, στο κυλικείο και στο Νο2 (1ο βαγόνι μετά το κυλικείο).
Σημειώνοντας ότι «ταυτόχρονα με την αρχική λάμψη της σύγκρουσης έχουμε μια πρώτη ηλεκτρική εκκένωση που προκλήθηκε από τη σύγκρουση της ηλεκτράμαξας της επιβατικής αμαξοστοιχίας με την κολώνα μέσης τάσης της γραμμής καθόδου, η οποία ακολουθείται από μια δεύτερη και ηλεκτρική εκκένωση που προκλήθηκε από τη σύγκρουση της ηλεκτράμαξας της εμπορικής αμαξοστοιχίας με την κολώνα μέσης τάσης της γραμμής ανόδου.
Στη συνέχεια, έχουμε τη δημιουργία εστίας και την ανάφλεξη του σπρέι λαδιού των μετασχηματιστών, τόσο της επιβατικής όσο και της εμπορικής αμαξοστοιχίας εξαιτίας της δεύτερης ηλεκτρικής εκκένωσης. Η φωτιά, στη συνέχεια, ακολούθησε την πορεία των μετασχηματιστών των ηλεκτραμαξών μέσω του νέφους του ελαίου σιλικόνης που υπήρχε ήδη στον αέρα και κατέληξε να καίει το έλαιο σιλικόνης που είχε απομείνει στους μετασχηματιστές με τη δημιουργία δύο εστιών.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σπρέι ελαίου (3x2.400kg=7.200kg ελαίου!) των τριών μετασχηματιστών των ηλεκτραμαξών εξαπλώθηκε παντού και «κάλυψε» όλα τα αντικείμενα σε μεγάλη έκταση γύρω από τη σύγκρουση, όπως και αποδεικνύεται από τα αποτελέσματα των αναλύσεων του Γενικού Χημείου του Κράτους.
Η ηλεκτράμαξα της εμπορικής κατέληξε στον τοίχο του δρόμου με αποτέλεσμα η φωτιά του μετασχηματιστή αυτής να κάψει το υπόλοιπο έλαιο και στη συνέχεια να σβήσει, αφού δεν υπήρχε άλλη καύσιμη ύλη πέρα από τα μεταλλικά εξαρτήματα της ηλεκτράμαξας. Η ηλεκτράμαξα της επιβατικής μαζί με τον φλεγόμενο μετασχηματιστή της, κατέληξε στο πρανές της σιδηροδρομικής γραμμής, όπου πάνω και δίπλα από αυτή κατέληξαν και τα συντρίμμια των βαγονιών 1 της πρώτης θέσης και του κυλικείου, όπως επίσης και το βαγόνι 2 (πρώτο της δεύτερης θέσης), τα οποία λόγω των υλικών κατασκευής τους (υφασμάτινα καθίσματα, ξύλινη επένδυση στα πλαϊνά και στο πάτωμα, αφρολέξ καθισμάτων, πολυεστερικές κουρτίνες κ.ά.) ξεκίνησαν να καίγονται, προκαλώντας έτσι την πυρκαγιά».
Σημειώνεται πως για το θέμα της φωτιάς, όπως και για φορτίο βαγονιών της εμπορικής, είχε κατατεθεί και ερώτηση στη Βουλή.