καρπουζιών στο Μακρυχώρι, από την παρατεταμένη κακοκαιρία που πλήττει το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας. Μια καλλιεργητική περιοχή περίπου 2.500 στρεμμάτων που παράγει παραδοσιακά τη μεγαλύτερη ποσότητα των καρπουζιών σε όλη την Κεντρική Ελλάδα, αγκομαχάει για να φτάσει στο μισό της παραγωγής της περσινής χρονιάς, καθώς οι συνεχόμενες βροχοπτώσεις και τα μεγάλα διαστήματα συννεφιάς αποτέλεσαν τροχοπέδη στη διαδικασία που απαιτεί κυρίως ηλιοφάνεια και υψηλές θερμοκρασίες. «Κανένας δεν θυμάται τέτοιο πράγμα. Καλοκαίρι με τόσο κρύο…» λένε οι παραγωγοί στην «Ε» που επισκέφτηκε την περιοχή. Ο Γιώργος Σελιγκούνας, αν και Μαθηματικός του Πανεπιστημίου Κρήτης, από τη στιγμή που επέστρεψε στα πάτρια εδάφη εδώ και 8 περίπου χρόνια ασχολείται με τα καρπούζια. Ούτε και ο πατέρας του Παύλος, από τον οποίο παραλαμβάνει τη… σκυτάλη στην παραγωγή, θυμάται ανάλογα άσχημη χρονιά. «Όταν το στρέμμα δίνει σε μια καλή χρονιά όπως η περσινή για παράδειγμα 8 τόνους, φέτος όλα ανατράπηκαν και φτάνουμε δεν φτάνουμε τους 4 τόνους ανά στρέμμα» λέει για καλωσόρισμα και δείχνει πολλά από τα καρπούζια που είναι «μη εμπορεύσιμα». Άλλα μικρά και άλλα κούφια. Πέρυσι, θυμάται πως ήταν μια ήταν καλή χρονιά ειδικά για τα πρώιμα, τόσο στο κομμάτι της ποιότητας όσο και της ποσότητας. Φέτος αν και η συγκομιδή είχε 10 ημέρες καθυστέρηση λόγω των καιρικών συνθηκών παρέμεινε πολύ μειωμένη, αλλά ακόμα και στην ποιότητα εκτιμά πως «δεν φτάσαμε εκεί που περιμέναμε». Βέβαια για τους ίδιους, ήταν αναμενόμενο με τόσες βροχοπτώσεις και συννεφιές. Τους πέρασε και ένα χαλάζι τέλη Απρίλη χάνοντας ακόμα ένα μέρος της παραγωγής των πρώιμων κι από εκεί. Όμως ήταν και οι πολλές μυκητολογικές ασθένειες και βακτήρια, τα οποία δεν τα έβλεπαν άλλη χρονιά. «Φέτος όμως τα είδαμε γιατί υπήρχε αυξημένο ποσοστό υγρασίας. Αυτό έφερε νέες αρρώστιες που έκαναν το φυτό να στεγνώνει. Έτσι χάθηκαν και καρπούζια που ήταν να βγούνε». Η ηλιοφάνεια παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ανθοφορία, όπως και η θερμοκρασία. Στα μέρη τους όμως δεν είδαν σταθερά πάνω από 25-26 βαθμούς Κελσίου και ούτε ηλιοφάνεια πάνω από τρεις ημέρες συνεχόμενες. Ο συνδυασμός αυτός έφερε μειωμένη παραγωγή. Ο φόβος των παραγωγών τώρα είναι πως το φαινόμενο μπορεί να επεκταθεί και στα όψιμα καρπούζια, αφού «μέχρι χθες είχαμε βροχές πάλι. Θέλουμε να πιστέψουμε όμως πως δεν θα μας στοιχίσει και στην ποιότητα των όψιμων, αφού ελπίζουμε πως από δω και πέρα θα έχουμε ηλιοφάνεια και ζέστη».
ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΖΗΤΗΣΗ
Το κακό είναι πως αυτό συμβαίνει σε μια χρονιά που υπάρχει ζήτηση για τα καρπούζια, γιατί όλα τα φρούτα είχαν πρόβλημα και ο κόσμος από τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και από την εσωτερική αγορά είχε αρχίσει να στρέφεται προς τα καρπούζια. Ο Ξενοφώντας και ο Αποστόλης Γκαμπέτας είναι δύο αδέλφια που είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς στην περιοχή. Και οι δύο έχουνε μεγάλη εμπειρία από τις παραγωγές, λόγω της οικογενειακής παράδοσης. «Έχουμε υπερβολικά μειωμένες παραγωγές. Εκεί που είχαμε 8 τόνους το στρέμμα, τώρα το καλύτερο χωράφι θα πιάσει 5, ενώ θα υπάρξουν και 2 τόνοι ανά στρέμμα. Επίσης έχουμε και μικροκαρπία» λέει στην «Ε» ο Ξενοφώντας και είναι κάτι που φαίνεται στο χωράφι από τα μικρά καρπούζια. Ο ίδιος εκτιμά πως ίσως από τώρα θα αρχίσουν να βελτιώνονται και πως «αρχές Ιουλίου θα έχουμε ποιοτικά καρπούζια. Στα πιο όψιμα θα είναι λίγο καλύτερα» λέει χαρακτηριστικά.
Κατά κύριο λόγο από την περιοχή του Μακρυχωρίου εξάγονται καρπούζια σε Ρουμανία, Βουλγαρία, Σεβρία και μετά Πολωνία και λίγο σε Κροατία. Ο μεγαλύτερος όγκος φεύγει σε Ρουμανία.
Τα γεγονότα των τελευταίων ετών σε παγκόσμιο επίπεδο επηρέασαν τις τιμές κόστους παραγωγής. Όσο και να αυξήθηκαν οι τιμές πώλησης, οι παραγωγοί εκτιμούν πως δεν μπόρεσαν να καλύψουν εκείνες από το κόστος παραγωγής. Αυξήθηκαν οι σπόροι, τα λιπάσματα, το ρεύμα για το πότισμα, τα πλαστικά και τα λάστιχα που χρησιμοποιούνται.
Ένα ζήτημα που απασχολεί αρκετά και διαχρονικά τους παραγωγούς είναι τα εργατικά χέρια. Φέτος ωστόσο το γεγονός πως η παραγωγή ήταν μικρότερη συγκριτικά με άλλες σεζόν, δεν το έκανε αισθητό στην περιοχή.