τη δόνηση που «κούνησε» τη Λάρισα και τις γύρω περιοχές το βράδυ της Δευτέρας ο κ. Αθανάσιος Γκανάς. Ο διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, μιλώντας στην «Ε», εξήγησε πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, καθώς πρόκειται για μια λογική εξέλιξη των καταστάσεων, ενώ σημείωσε πως τέτοιου είδους μετασεισμοί θα συνεχίσουν να γίνονται, αλλά κάποιοι ενδεχομένως να περνούν απαρατήρητοι λόγω του μικρού τους μεγέθους στην κλίμακα των Ρίχτερ. Όσον αφορά στον βόμβο που ένιωσαν αρκετοί πολίτες, φέρνοντάς τους στον νου εκείνες τις δραματικές στιγμές προ διετίας, εξήγησε πως είναι κάτι που δημιουργείται λόγω της κοντινής απόστασης, χωρίς να εμπνέει επίσης κανέναν λόγο ανησυχίας. Ο κ. Γκανάς, επίσης, αναφέρθηκε και στη μεγάλη έρευνα για τη διαμόρφωση των θεσσαλικών εδαφών που κλείνει 20 χρόνια και τα αποτελέσματά της αναμένεται να ανακοινωθούν σε ειδική εκδήλωση σε λίγους μήνες. Πιο αναλυτικά: Σύμφωνα με τον κ. Γκανά, η σεισμική δόνηση που έγινε έξι λεπτά μετά τα μεσάνυχτα Δευτέρας προς Τρίτη καταγράφηκε 3,7 χλμ. βόρεια από το Δαμάσι και 7 χλμ. δυτικά του Τυρνάβου. Είχε βάθος 11 χλμ., κάτι που είναι φυσιολογικό σύμφωνα με τον ίδιο, καθώς και ο μεγάλος σεισμός του 2021 είχε εστιακό βάθος 9 χιλιόμετρα.
Λίγο αργότερα, εντωμεταξύ, είχαμε ακόμα έναν μετασεισμό μεγέθους 0,7 βαθμού της κλίμακας Ρίχτερ, 11 χλμ. δυτικά του Τυρνάβου και μικρότερο εστιακό βάθος και συγκεκριμένα 7.5 χλμ.
«Αυτοί οι δύο σεισμοί εντάσσονται στη μετασεισμική ακολουθία του 2021» αναφέρει, καθώς «υπάρχουν ακόμη υπολείμματα ενέργειας που δεν είχαν εκτονωθεί πλήρως. Είναι σίγουρο πως εκεί οφείλονται οι δονήσεις και από αυτές δεν υπήρξε ούτε ζημιά, αλλά και δεν υπάρχει καμία ανησυχία».
Ο κ. Γκανάς χαρακτηρίζει φυσιολογικούς τους μετασεισμούς, αφού «τον Μάρτη του 2021 δεν είχαμε μόνο έναν σεισμό. Είχαμε τον μεγάλο σεισμό των 6,3 βαθμών Ρίχτερ και μετά είχαμε και τον άλλο των 6 Ρίχτερ στις 4 Μαρτίου».
Επίσης, προσθέτει πως αυτό το διάστημα είχαμε συνολικά 7 ασθενείς σεισμούς στην περιοχή κοντά σε Βερδικούσια και Αμπελιά, με τους βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ να κυμαίνονται μεταξύ του 1 και του 2,6 και τα βάθη από 8 έως και 11 χλμ.
Σχολιάζοντας το ότι ακόμη καταγράφονται σεισμικές δονήσεις παρά το γεγονός πως έχουν περάσει 2 ολόκληρα χρόνια και πλέον (συγκεκριμένα 25 μήνες) εξηγεί πως κάτι ανάλογο είχε γίνει και στην Αθήνα. Μετά τον κύριο σεισμό του 1999 υπήρξε και στην Πάρνηθα μια μετασεισμική δραστηριότητα το 2022.
«Υπάρχει ενέργεια που μπορεί να είναι συσσωρευμένη για αρκετά μεγάλο διάστημα», κάτι που όπως υποστηρίζει μπορεί να φέρει κι άλλους μετασεισμούς.
«Η μετασεισμική δραστηριότητα συνεχίζεται. Μην ξεχνάτε πως μέσα στο 2023 είχαμε πέντε σεισμούς στην ευρύτερη περιοχή. Ο ένας για παράδειγμα ήταν στη Βερδικούσια στις 8 Μαρτίου και ήταν 3,3 βαθμούς και ο άλλος στις 9 Φεβρουαρίου στο Κουτσόχερο μεγέθους 3,1 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ».
Ένα ανατριχιαστικό κοινό στοιχείο του μεγάλου σεισμού του 2021 με τον πρόσφατο μετασεισμό ήταν ο βόμβος που έγινε αισθητός από πολλούς πολίτες στη Λάρισα. Όμως, σύμφωνα πάντα με τον κ. Γκανά, ούτε κι αυτό είναι ανησυχητικό, αφού ο βόμβος αποτελεί ένδειξη για το πόσο κοντά είναι ένας σεισμός. Έτσι, και ο προχθεσινός ήταν αρκετά κοντά στη Λάρισα, κάτι που προκάλεσε αυτόν τον θόρυβο την ώρα της δόνησης.
Από το 2021 μέχρι και σήμερα, οι επιστήμονες, μεταξύ αυτών και ο κ. Γκανάς, προσπαθούν να παρακολουθήσουν τη συνέχειά του και πως αυτό κατευθύνεται προς τα βόρεια. Παράλληλα καταγράφουν και την εδαφική κίνηση που συνέβη μετά τους μεγάλους σεισμούς μέσα από μια σειρά ερευνών Ελλήνων και ξένων επιστημόνων.
Επίσης, ανέφερε πως πιθανότατα μέσα στο καλοκαίρι αναμένεται να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα μιας 20ετούς έρευνας του θεσσαλικού εδάφους και για το πώς επηρεάζεται από σεισμούς, αλλά και από την άντληση των υδάτων.