συλλογές: Η πρώτη με τίτλο «Δεκαπέντε συλλαβές για τον Νοέμβρη» και η δεύτερη με τίτλο «Χυμώδης και αποξηραμένα».
Ομιλητές για το βιβλίο ήταν η Φωτεινή Κούσιου, φιλόλογος, η Αγγελική Γεωργοπούλου, φιλόλογος, η Βικτώρια Μπαϊράμογλου, πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας Α.Π.Θ. και καθηγήτρια Αγγλικών, και ο συγγραφέας του βιβλίου.
Η Φωτεινή Κούσιου προχώρησε σε μια φιλολογική, αλλά και κοινωνιολογική ανάλυση της ποίησης του Μάκη Μπένου, αναφέρθηκε στις πολλές επιρροές που φαίνεται να έχει δεχτεί, όπως από Σολωμό, Ρίτσο, Αναγνωστάκη. Ανέφερε ότι τα ποιήματά του δεν είναι απλώς περιγραφικά, αλλά επιχειρούν να διεισδύσουν σε συναισθήματα, που προκαλούνται από τα διάφορα ερεθίσματα. Για την πρώτη συλλογή στάθηκε, κυρίως, στο ομώνυμο μακροσκελές ποίημα «Δεκαπέντε συλλαβές για τον Νοέμβρη», σημειώνοντας ότι παρά τον ηρωικό χαρακτήρα, που έχει το ποίημα και που επιβάλλεται από το ίδιο το γεγονός, έχει και έντονο το λυρικό στοιχείο. Κλείνοντας, ισχυρίστηκε ότι το ποίημα επαναφέρει το Πολυτεχνείο στην πραγματική του διάσταση, σε μια εποχή που κάποιοι προσπαθούν να το εμφανίσουν ως μύθο.
Στα μετέπειτα ποιήματα φαίνεται και κάποια πικρία για διάψευση προσδοκιών, αλλά και η προτροπή προς τους νέους για επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων. Για τη δεύτερη συλλογή «Χυμώδης και αποξηραμένα» σημείωσε ότι κυριαρχεί ένας λυρισμός κι ένας ερωτισμός, που, όμως, δεν γίνεται μελό. Αντίθετα, προχωρά στην ανατομία του έρωτα χωρίς να στέκεται μόνο στον σαρκικό, αλλά και στην τρυφερότητα και την έλξη του ωραίου.
Η Αγγελική Γεωργοπούλου έκανε αναφορά στην παιδική και εφηβική ηλικία του Μάκη Μπένου και στις συζητήσεις που είχε μαζί του, σημειώνοντας ότι ανήκει στη γενιά των οραματιστών. Διέκρινε τις ποιητικές δοκιμές, τις οποίες πραγματοποιεί ο συγγραφέας δοκιμάζοντας πολλούς τρόπους ποιητικής γραφής, όπως ο παραδοσιακός τρόπος και ο 15σύλλαβος (Σολωμική γραφή), αλλά και οι μοντέρνες φόρμες με ελεύθερο στίχο. Σημείωσε την πρώιμη γραφή του στις αρχικές ποιητικές του απόπειρες και την ώριμη γραφή του στη μετέπειτα ποιητική του δημιουργία. Στάθηκε, ακόμα, στην ποικιλία των θεμάτων με τα οποία ασχολείται στην ποίησή του, όπως οι ανθρώπινες σχέσεις, σύγχρονα κοινωνικά θέματα, η πολιτική, τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο έρωτας. Όλα αυτά τα διαπραγματεύεται με τρόπο διεκδικητικό, μερικές φορές επαναστατικό, αλλά και με λυρισμό. Για τη δεύτερη συλλογή ανέφερε ότι είναι πλημμυρισμένη από έντονα λυρικές εικόνες, γίνεται εικονοπλαστικός, αλλά και μελαγχολικός.
Η Βικτώρια Μπαϊράμογλου αρχικά έκανε μια μικρή αναφορά στη γνωριμία της με τον συγγραφέα πριν δύο περίπου δεκαετίες και στις συζητήσεις που είχε μαζί του. Στη συνέχεια, επισήμανε την ανάγκη της ποίησης σε μια εποχή ιδιαιτέρως αντιποιητική, κάνοντας αναφορά σ’ έναν αφορισμό του κορυφαίου Γερμανού λυρικού ποιητή Φρίντριχ Χέντερλιν. Σημείωσε τη λιτότητα και την απλότητα της γραφής του ποιητή και αναφέρθηκε στην πρώτη συλλογή, η οποία περιλαμβάνει ποιήματα της νιότης, που σε αγγίζουν βαθιά με τον ενθουσιασμό τους και τον ρομαντισμό τους. Γίνεται, με κάποια από αυτά, ένα κάλεσμα των νέων σε αγώνα για την ελευθερία, καθώς πολλά είναι γραμμένα μέσα στη δικτατορία. Αυτός ο ρομαντισμός αρχίζει να χάνεται αργότερα και ο στίχος, πιο ώριμος πλέον, γίνεται πιο εκλογικευμένος και μερικές φορές, απαισιόδοξος. Για τη δεύτερη συλλογή επισήμανε ότι με λυρισμό αναδεικνύει τις αντιθέσεις του έρωτα, τη χαρμολύπη του, την ψυχική ανάταση, αλλά και τη συνύπαρξή του με τον πόνο.
Στη συνέχεια, ο Μάκης Μπένος αναφέρεται στα χρόνια της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, που τον διαμόρφωσαν, στις εκπομπές του BBC και της Deutsche Welle, που άκουγε στα γυμνασιακά του χρόνια και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, που τον βρήκε πρωτοετή φοιτητή στην Αθήνα και τον συγκλόνισε βαθύτατα με αποτέλεσμα δύο μήνες αργότερα να βγουν στο χαρτί οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα «Δεκαπέντε συλλαβές για τον Νοέμβρη», που ολοκληρώθηκε σε 92 στροφές πέντε μήνες αργότερα. Συνεχίζει με μια μικρή αναφορά στη δεύτερη συλλογή με τα ερωτικά και τα ποιήματα κοινωνικού προβληματισμού και κατόπιν έρχεται στο κύριο θέμα της ομιλίας του, που είναι ο λόγος για τον οποίο έγραφε και εξακολουθεί να γράφει και κυρίως, το τι αντιπροσωπεύει για τον ίδιο η ποίηση. Στο τέλος κάνει ειδική αναφορά στον ποιητικό τρόπο θέασης του κόσμου, χωρίς να είναι ανάγκη να συνθέτει κάποιος στίχους, παραπέμποντας σε κάποια σχετικά αποσπάσματα από δοκίμιο του Ελύτη.