προϊστάμενοι Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Λάρισας Ιωάνν. Καψάλης, Τρικάλων Βασιλική Κάκλα, η πρώην περιφερειακή διευθύντρια Εκπαίδευσης Θεσσαλίας Ελένη Αναστασοπούλου, καθώς και δύο υπάλληλοι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Λάρισας και χειριστές του Πληροφοριακού Συστήματος «ΑΘΗΝΑ», κλείνοντας έτσι και τυπικά τη δεύτερη δικαστικά διάσταση της υπόθεσης επιλογών διευθυντών σχολείων το 2017.
Μια υπόθεση που είχε μεταφερθεί στη Βουλή έπειτα από ερώτηση βουλευτή της ΝΔ, θίγοντας, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα των διαδικασιών επιλογής διευθυντών επί ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το θέμα είχε αποτελέσει αντικείμενο έντονης πολιτικής και συνδικαλιστικής αντιπαράθεσης στον χώρο της Εκπαίδευσης, καθώς προηγήθηκαν η παραίτηση διορισμένου μέλους του ΠΥΣΔΕ, η καταγγελία αιρετού της ΔΑΚΕ κ.λπ. για να καταλήξει μάλιστα η υπόθεση στις δικαστικές αίθουσες.
Όπως είναι γνωστό, η υπόθεση της επιλογής των 6 διευθυντών κρίθηκε από το Διοικητικό Εφετείο Λάρισας και ειδικότερα «τέθηκε στο αρχείο», αφού «δεν τελέσθηκε το αδίκημα», όπως διευκρίνισε ο πρόεδρος του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, εστιάζοντας στην ουσία της χθεσινής υπόθεσης, καθώς οι 6 διευθυντές σχολείων του νομού, που κατηγορήθηκαν ότι χρησιμοποίησαν το πληροφοριακό σύστημα προς όφελός τους, ενώ είχε «κλειδώσει» η προθεσμία υποβολής προτάσεων, δικαιώθηκαν οριστικά από τα Δικαστήρια της Λάρισας, καθώς κρίθηκε ότι «το σύστημα δεν ήταν διαβλητό». Οι πέντε κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν χθες για παράβαση καθήκοντος και για ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Οι μεν προϊστάμενοι παραπέμφθηκαν ουσιαστικά για «την αποφυγή επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων» στους δύο συνδιαχειριστές της «Αθηνάς», οι οποίοι, όπως σημειώνεται στο κατηγορητήριο, «δεν μερίμνησαν να διασφαλίσουν την άμεση διακοπή της ηλεκτρονικής σύνδεσης των υποψηφίων - διευθυντών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο σύστημα με την εκπνοή της καταληκτικής προθεσμίας υποβολής δηλώσεων τη 12η μεταμεσημβρινή της 25/7/ 2017».
Ειδικότερα, ο κ. Καψάλης, ως διευθυντής και πρόεδρος του ΠΥΠΣΕ, παραπέμφθηκε, γιατί δεν προέβη στον «ενδεδειγμένο πειθαρχικό έλεγχο» των διαχειριστών, η κ. Κάκλα που διενήργησε την ΕΔΕ κατόπιν εντολής της κ. Αναστασοπούλου, γιατί «δεν προσδιόρισε, ως υποχρεούνταν την πειθαρχική ευθύνη» των χειριστών και η κ. Αναστασοπούλου ως περιφερειακή διευθύντρια, γιατί «δεν προέβη σε επιβολή διοικητικών κυρώσεων» στους διαχειριστές. Οι δε συνδιαχειριστές παραπέμφθηκαν, γιατί «με πρόθεση προκάλεσαν στους συγκατηγορούμενους» προϊσταμένους Εκπαίδευσης την απόφαση να εκτελέσουν την «άδικη πράξης της παράβασης καθήκοντος, λόγω του προφανούς συμφέροντος που είχαν συνιστάμενο στην αποφυγή επιβολής των ενδεδειγμένων εις βάρος τους διοικητικών κυρώσεων.
«ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ»
Η Εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή της πρότεινε την «απαλλαγή απάντων», έχοντας υπογραμμίσει νωρίτερα με έμφαση ότι «το αντικείμενο της σημερινής δίκης είναι ανύπαρκτο, επ’ ουδενί δεν μπορεί να γίνει λόγος για παράβασης καθήκοντος». Σημειώνοντας ότι όντως «υπήρξε μια αρρυθμία» της διαδικασίας, η Εισαγγελέας τόνισε πως η υπόθεση της επιλογής των διευθυντών κρίθηκε, αρχειοθετήθηκε με απόφαση άλλου δικαστηρίου και συνεπώς «δεν μπορεί να καταλογισθεί παράλειψη πειθαρχικών ποινών» στους κατηγορουμένους.
Στο πλαίσιο της δίκης, μάρτυρες με καταθέσεις τους αναφέρθηκαν στα γεγονότα της εποχής, ενώ οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους αρνήθηκαν τις κατηγορίες. Μεταξύ άλλων, ο κ. Καψάλης απέδωσε τα κίνητρα της καταγγελίας σε «μικροπολιτικούς λόγους» και πως «με εμμονές και εμπάθειες έφτιαξαν το θέμα οι παρατάξεις», διευκρινίζοντας ότι «δεν ευνοήθηκε κανένας» και πως ο ίδιος διενήργησε άτυπη προκαταρκτική έως ότου διατάχθηκε η ΕΔΕ. Η κ. Κάκλα που διενήργησε την ΕΔΕ χαρακτήρισε «τοξικό» το περιβάλλον εκείνης της περιόδου, ενώ η κ. Αναστασοπούλου αναφέρθηκε στις ενέργειές της, σημειώνοντας ότι «δεν ήταν στις αρμοδιότητές μου η επιβολή κυρώσεων». Οι δύο υπάλληλοι της Διεύθυνσης, αρνούμενοι, επίσης, την κατηγορία, σημείωσαν πως χειρίσθηκαν το πληροφοριακό σύστημα, προσθέτοντας ότι δεν είχαν καμία σχέση με τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση.
Η υπεράσπιση των κατηγορουμένων, υπενθυμίζοντας τον «συνδικαλιστικό σκοτωμό» της περιόδου, υπογράμμισε πως δεν υπήρξε κανένα αδίκημα, με το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας να κηρύσσει τελικά αθώους και τους πέντε κατηγορουμένους.