Η τελευταία αύτη φράσις, ήτις δι αραιών γραμμάτων εσημειώθη, έχει το προνόμιον, ως ήκουσα, να εμπνέει μέγαν ενθουσιασμόν εις τους ατυχήσαντας μεν περί την γλώσσαν, Έλληνας δε την καρδίαν και το φρόνημα, αδελφούς ημών της Καισαρείας και Καππαδοκίας, ευλόγως καυχωμένους και λέγοντας, ότι εξ Ανατολής το φως”. Γι’ αυτούς τους ατυχησάντας περί τη γλώσσα αλλά Έλληνες στο φρόνημα θα σας μιλήσω απόψε». Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε την εισήγησή του για τους Ρωμιούς της Καππαδοκίας ο βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας και συγγραφέας δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος στην εκδήλωση που ακολούθησε τα εγκαίνια της έκθεσης θρησκευτικά κειμήλια προσφύγων από τις αλησμόνητες πατρίδες στο Διαχρονικό Μουσείο Λάρισας.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝ
Ο μικρασιατικής καταγωγής πολιτικός αναφέρθηκε «στην αγιοτόκο Καππαδοκία, κοιτίδα των μεγάλων πατέρων της εκκλησίας και γενέτειρα Αγίων μέχρι και τους έσχατους καιρούς», μνημονεύοντας, μεταξύ άλλων, τον Άγιο Γεώργιο από τα Ποτάμια, τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο, τον Άγιο Αρσένιο και τον γέροντα Παΐσιο τον αγιορείτη από τα Φάρασα. Μίλησε για «την Καππαδοκία των υπόσκαφων εκκλησιών που ύμνησε ο νομπελίστας Καππαδόκης ποιητής Γεώργιος Σεφέρης, αλλά και τους επιβλητικούς ναούς που μπόρεσαν να χτίσουν οι Ρωμιοί μετά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, τον 19ο αιώνα, όπως στην Κερμίρα γενέτειρα του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη Ηλία Καζάν, τη δωδεκάτρουλη εκκλησία του Αγίου Βασιλείου στο Μισθί ή τον Άγιο Ιωάννη τον Ρώσο, που ανατίναξαν οι Τούρκοι τη δεκαετία του 1950». Μνημόνευσε «πόσο θεοσεβούμενοι και εγκρατείς ήταν οι Καππαδόκες» και εστίασε στην «καθοριστική σημασία της θρησκείας στη διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας. Το ομόθρησκον ήταν αυτό που βάρυνε στη διάσωση της συλλογικής συνείδησης των Καππαδοκών, που έχασαν την ελληνική γλώσσα και τουρκοφώνησαν. Σύμφωνα με τον Οκτάβ Μερλιέ “εκεί όπου η γλώσσα είχε παραχωρήσει την θέσιν της εις την τουρκικήν, ο Χριστιανισμός είχε γίνει η ζύμη του Ελληνισμού”. Η εκκλησία υπήρξε πραγματική κιβωτός σωτηρίας της εθνικής ταυτότητας των Καππαδοκών. Η καθιέρωση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της λεγόμενης Καραμανλήδικης γραφής, της τουρκικής γλώσσας με ελληνικά γράμματα έδωσε τη δυνατότητα πρόσβασης στα λειτουργικά κείμενα και θρησκευτικά βιβλία των τουρκόφωνων Ελλήνων, τη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης τους και κατ’ επέκταση της εθνικής τους ταυτότητας. Ανάλογα φαινόμενα είχαμε και με Αρμένιους και Εβραίους στην οθωμανική αυτοκρατορία».
ΡΟΥΜ OΡΤΟΝΤΟΞ
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος υπογράμμισε ότι «οι Έλληνες της Καππαδοκίας δεν αυτοπροσδιορίζονταν ως Καππαδόκες, εκτός από λίγους λόγιους τον 19ο αιώνα. Αυτοπροσδιορίζονται ως Ρουμ Ορτοντόξ, Ρωμιοί Ορθόδοξοι, κονιαλίδες όσοι κατάγονται από το Ικόνιο, καϊσερλίδες αυτοί από την Καισάρεια και, ευρύτερα ως Καραμανλήδες».
Όπως είπε «σε αντίθεση με την ισχυρή ελληνική παρουσία στα μικρασιάτικα παράλια, την γκιαούρ Ιζμίρ, την Πόλη και αστικά κέντρα στον Πόντο σαν την Τραπεζούντα, στην μικρασιατική ενδοχώρα, στην Καππαδοκία οι Ρωμιοί ήταν μια αδύναμη αριθμητικά μειονότητα. Ενδεικτικά ανέφερε ότι σύμφωνα με στατιστική του 1912 στο βιλαέτι Ικονίου οι Ορθόδοξοι ήταν 87 χιλιάδες, περί το 8% του πληθυσμού, ενώ στην απογραφή του 1928 τουρκόφωνοι δήλωσαν 103 χιλιάδες πρόσφυγες».