Στη Ραψάνη σέβονται τη φύση, κι εκείνη τους το ανταποδίδει. Έτσι και με τα αμπέλια. Τα αγαπούν, τα φροντίζουν, κι εκείνα με τη σειρά τους δίνουν. Ό,τι πιο πολύτιμο έχουν. Για να βγει το κρασί.
Εδώ και λίγα χρόνια το Μουσείο δέχεται επισκέπτες απ’ όλη την Ελλάδα.
Είναι σχεδιασμένο σε πέντε ενότητες και ο καθένας μπορεί να δει ακριβώς πώς ήταν ένα υπόγειο της Ραψάνης. Έχει βαρέλια, καζάνια, εργαλεία, καλάθια, να και λίγη από τη διαδικασία του τσίπουρου.
Η Χάιδω Πανταζή μας εξηγεί πως οι τρεις ποικιλίες της Ραψάνης είναι το Νιάουστο «δηλαδή το ξινόμαυρο αλλά εμείς το λέμε νιάουστο γιατί ξινόμαυρο έχει και η Νάουσα», το Σταυρωτό και το Κρασάτο που βγαίνουν μόνο εκεί. Αυτές οι τρεις ποικιλίες ενώνονται στο βαρέλι και βγαίνει το κρασί Ραψάνης. «Αυτά είναι κλασσικά κρασοστάφιλα, δεν τρώγονται. Γι αυτό και υπάρχουν κι άλλες ποικιλίες όπως Μπαντίκη, Ροδίτη, Παμίδη για να μπορούμε να τρώμε».
Μας δείχνει πώς ράντιζαν με γαλαζόπετρα για περονόσπορο. Παίρνουμε μια γεύση και από τον τρύγο.
«Τα πατούσαν στο αμπέλι και τα έβαζαν στο τουλούμι που ήταν από δέρμα κατσίκας γυρισμένο. Έτσι τα μεταφέραν. Και το τσίπουρο ήταν πολύ δυνατό γιατί όταν μαζεύεις σταφύλια με 13 και 14 βαθμούς είναι φυσιλογικό. Κάναν στην αρχή ένα βράσιμο και μετά ένα ματάβρασμα».
Στον πάνω όροφο οι φωτογραφίες του Τλούπα σε ταξιδεύουν σε μια άλλη εποχή. Και σα φεύγεις γεμάτος από χρώματα και αρώματα, ρίχνεις μια ματιά ξανά στην κάπαρη που αναρριχάται με ιδιαίτερη τέχνη και λες μακάρι να μην την κόψει ποτέ κανείς…