της Κτηνοτροφίας, γι’ αυτό είναι απαραίτητη η σύναψη ενός νέου Αγροτικού Συμφώνου ως το 2040. Είναι ανάγκη να υπάρξει εθνική πολιτική για την επάρκεια, ασφάλεια και ποιότητα της τροφής με κύριο μέλημα την αυτάρκεια σε εθνικό και τοπικό επίπεδο με στροφή σε μια γεωργία χαμηλών εισροών και βιολογική, αξιοποιώντας τους φυτογενετικούς πόρους της χώρας.
Αυτό είναι το συμπέρασμα που προέκυψε από τη χθεσινή ημερίδα που διοργάνωσε στο Αργυροπούλι Τυρνάβου, ο Αγροτικός Κτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Τυρνάβου «BuneCoop», παρουσία αξιόλογων ομιλητών.
Σύμφωνα με τον οικοδεσπότη, πρόεδρο του Κτηνοτροφικού Συνεταιρισμού Τυρνάβου κ. Αργύρη Μπαϊραχτάρη «ο κλάδος μας είναι αυτός που διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα στην επισιτιστική ασφάλεια της χώρας μας, που όμως αντιμετωπίζει παράλληλα και πολυσύνθετα προβλήματα, τα οποία θα πρέπει επιτέλους να βρουν τον δρόμο της επίλυσής τους».
Αρχικά, στη διαδικτυακή του παρέμβαση ο ΥΠΑΑΤ Γ. Γεωργαντάς, αναφέρθηκε στα μεγαλύτερα προβλήματα που εντοπίζονται στον πρωτογενή τομέα, λόγω της ενεργειακής και γεωπολιτικής κρίσης, όπως το αυξημένο κόστος παραγωγής και οι επιπτώσεις του στην ποσότητα του παραγόμενου προϊόντος, η ανάγκη εκκαθάρισης του τρόπου καταβολής ενισχύσεων, η ανάγκη ενίσχυσης των ελέγχων για την προστασία της εγχώριας παραγωγής από παράνομες ελληνοποιήσεις, η έλλειψη αρκετών καθετοποιημένων μονάδων και στον κατακερματισμό της παραγωγής, ειδικά στην αιγοπροβατοτροφία.
Συνεχίζοντας ο κ. Γεωργαντάς υποστήριξε ότι «η κυβέρνηση προκειμένου να στηριχθούν οι κτηνοτρόφοι έχει προχωρήσει σε μια σειρά μέτρων: Προχωρήσαμε στη χορήγηση ενίσχυσης σε επιχειρήσεις κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, σε ποσοστό 2% επί του τζίρου τους για το έτος 2021. Μειώσαμε τον ΦΠΑ στις ζωοτροφές στο 6%. Επιστρέψαμε τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης στους κατ’ επάγγελμα κτηνοτρόφους. Προστατεύουμε την ελληνική παραγωγή με την εισαγωγή του συστήματος ΑΡΤΕΜΙΣ- 2, στον έλεγχο του γάλακτος και του κρέατος. Βρίσκεται σε εξέλιξη το μεγαλύτερο πρόγραμμα βιολογικής παραγωγής που προκηρύχθηκε ποτέ στη χώρα μας, ύψους 705 εκατ. ευρώ στο οποίο σημαντικό μερίδιο έχει η βιολογική κτηνοτροφία. Στο αμέσως προσεχές διάστημα αναμένεται να διατεθεί από ευρωπαϊκούς πόρους ένα σημαντικό ποσό, δεκάδων εκατομμυρίων, αποκλειστικά για τη στήριξη της κτηνοτροφίας.
Καταλήγοντας ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης ανέφερε πως «για τη στοχευμένη στήριξη της ελληνικής κτηνοτροφίας, το ΥπΑΑΤ, πέραν των άλλων άμεσων ενισχύσεων, χορηγεί συνδεδεμένες ενισχύσεις τόσο στους τομείς του βόειου και αιγοπρόβειου κρέατος όσο και στον τομέα των πρωτεϊνούχων καλλιεργειών. Υπάρχει λοιπόν, ένα δίχτυ προστασίας της κτηνοτροφικής παραγωγής, το οποίο η κυβέρνηση ενισχύει συνεχώς, μιας και κανείς δεν γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει η κρίση και ποια θα είναι η έντασή της».
Η ΕΛΛΗ ΤΣΙΦΟΡΟΥ
Η γενική διευθύντρια του Gaia-Eπιχειρείν Έλλη Τσιφόρου παρουσίασε την ΚΑΠ 2023-2027, δίνοντας αναλυτικές πληροφορίες για το χρονοδιάγραμμα, το πολιτικό πλαίσιο, τους στόχους, τη χρηματοδότηση και το πώς θα γίνει η κατανομή των πόρων. Όπως τόνισε «η βιωσιμότητα βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσμιας ατζέντας, όπως το περιβάλλον και το κλίμα. Η ΚΑΠ θα κληθεί να υπηρετήσει τους φιλόδοξους στόχους που έχουν τεθεί, ενώ υπάρχει πολιτική δέσμευση ότι η ΚΑΠ/τα στρατηγικά σχέδια θα ενσωματώσουν οποιαδήποτε μελλοντική νομοθεσία αφορά το περιβάλλον και το κλίμα. Τα κράτη –μέλη έχουν την «ιδιοκτησία» του προγράμματός τους, καθορίζουν τη «φιλοδοξία» του προγράμματος, δημιουργούν δομές διαχείρισης και ελέγχου, συνεργασίας και ανταλλαγής γνώσης, καθορίζουν πλέον αυτά τη «σχέση» τους με τους παραγωγούς, απαιτούνται συνεκτικές και αποτελεσματικές παρεμβάσεις. Υπάρχει βέβαια πιεστικό περιβάλλον με μετρήσιμα αποτελέσματα ετήσια και πολυετή».
Ο ΔΗΜ. ΚΟΥΡΕΤΑΣ
Από την πλευρά του ο καθηγητής και πρόεδρος στο Τομεακό Συμβούλιο Αγροτεχνολογίας του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας Δημήτριος Κουρέτας υποστήριξε πως «η Ελλάδα, ως χώρα αποδεικνύεται ευάλωτη στις συστημικές κρίσεις (ιδίως την επισιτιστική), καθώς με τις πολιτικές που ακολουθεί διαχρονικά, στηρίζει τη χημική μονοκαλλιέργεια, την παραγωγή επιδοτούμενων και ενεργοβόρων καλλιεργειών ή προϊόντων βιομηχανικών και ενεργειακών φυτών αντί τροφίμων και την εισαγωγή σπόρων και ακριβής τεχνολογίας σε βάρος της εθνικής οικονομίας. Ακόμη και σε παραγωγικά εύφορες περιοχές η γη αλλάζει χρήση (φωτοβολταϊκά), και χέρια (μεγαλοϊδιοκτήτες, εταιρείες), ενώ σε άλλες και μάλιστα οικολογικά ευαίσθητες η γεωργία και κτηνοτροφία αποθαρρύνονται ή βίαια ωθούνται προς εγκατάλειψη. Είναι ανάγκη να υπάρξει εθνική πολιτική για την επάρκεια, ασφάλεια και ποιότητα της τροφής με κύριο μέλημα την αυτάρκεια σε εθνικό και τοπικό επίπεδο με στροφή σε μια γεωργία χαμηλών εισροών και βιολογική, αξιοποιώντας τους φυτογενετικούς πόρους της χώρας. Η έρευνα, συνεπώς, στον αγροδιατροφικό τομέα πρέπει να ενισχύει αυτή την πολιτική στροφή».
Ο ΑΝΔΡ. ΦΩΣΚΟΛΟΣ
Από την πλευρά του ο επίκουρος καθηγητής Ζωικής Παραγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ανδρέας Φώσκολος αναφέρθηκε στο «πώς γίνεται η κεντρική εντατικοποίηση της ζωικής παραγωγής, σε συνάρτηση πάντα με τη μείωση της νιτρορύπανσης». Ανέπτυξε τεχνικές λύσεις που πρέπει να εφαρμοστούν σε επίπεδο ζώων, μονάδας και μείωσης του περιβάλλοντος σε άζωτο. Παρουσίασε αναλυτικά τα αποτελέσματα του προγράμματος cowfficiency από διάφορες ελληνικές μονάδες και πρόβατα γαλακτοπαραγωγής και ανέλυσε πώς μπορεί να αυξηθεί η ωφέλιμη πρωτεΐνη που δίνεται στο ζώο, με την κατάρτιση ισόρροπων σιτηρέσιων.
Δύο προγράμματα- έρευνες που σχετίζονται με την αγροτική οικονομία, ανέλυσε ο ερευνητής του ΕΛΓΟ -Δήμητρα Αθανάσιος Ράγκος. Το πρώτο αφορά ένα πρόγραμμα μείωσης του κόστους παραγωγής, που εφαρμόστηκε στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης και σχετίζεται με τη βόσκηση, επισημαίνοντας όμως τη διαπίστωση ότι κάποιοι κτηνοτρόφοι ταΐζουν τα ζώα που βόσκουν, το ίδιο με αυτά που δεν βόσκουν.
Το δεύτερο έργο με τον τίτλο «ερευνώ- δημιουργώ- καινοτομώ», αφορά στη χρήση κτηνοτροφικών ψυχανθών (κουκιά, βίκος, ρεβύθι, λούπι) αντί της εισαγόμενης σόγιας, η οποία επηρεάζει αρνητικά το κόστος παραγωγής, με διάφορες αυξομειώσεις.
Ενδιαφέρουσες εισηγήσεις πραγματοποίησαν ακόμη η Βασιλική Λάγκα, πρόεδρος του Δικτύου Μετακινούμενων Κτηνοτρόφων, ομότιμη καθηγήτρια ΔΙΠΑΕ και ο Δημήτριος Γούσιος, καθηγητής Παν/μίου Θεσσαλίας.
Την εκδήλωση συντόνιζαν η Δέσποινα Καρατοσίδη, ερευνήτρια ΕΛΓΟ-Δήμητρα και ο Δημήτριος Μιχαηλίδης, δημοσιογράφος-συγγραφέας.