Μεταξύ των ερευνητών - μελετητών είναι και ο Λαρισαίος πολιτικός μηχανικός Δημήτρης Νικολαΐδης. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται τα ιστορικά μονότοξα γεφύρια της Ελασσόνας και της Γιάννινας, για τα οποία δίνεται η ιστορική τεκμηρίωση της κατασκευής τους, διερευνήθηκαν τα υφιστάμενα υλικά δόμησης, διενεργήθηκαν ειδικοί έλεγχοι τρισδιάτατων διασοπήσεων με ειδικό γεωραντάρ με σκοπό την τρισδιάστατη απεικόνιση του εσωτερικού της δόμησης, μοντελοποιήθηκαν σενάρια πλημμυρικών φαινομένων για τα οποία εξετάστηκε η επίδρασή τους στα ιστορικά γεφύρια (υδροδυναμικά φορτία) και τέλος σειρά δυναμικών αναλύσεων για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς τους σε σεισμούς. Η πρόβλεψη των μελετητών τεκμηριώθηκε με τον σεισμό της 3ης και 4ης Μαρτίου, καθώς για την ένταση αυτή δεν αναμενόταν καμία βλάβη. Το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο της χώρας μας (preΚΑΔΕΤ και Ευρωκώδικας 8 μέρος 3), -αναφέρουν οι ερευνητές- δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις των λιθόκτιστων γεφυριών, για τον λόγο αυτό το ερευνητικό έργο αποτελεί ένα State of the Art Report για την αξιολόγηση των Ιστορικών Λιθόκτιστων Γεφυριών, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα χρήσιμο βοήθημα για τους μελετητές. Η τεκμηρίωση των προτεινόμενων μεθόδων ανάλυσης ελέγχθηκαν από την καθηγήτρια Σταυρούλα Πανταζοπούλου, η οποία είναι συσυγγραφέας του ΚΑΔΕΤ (ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΔΟΜΗΤΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑΣ).
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΕΛΑΣΣΟΝΑΣ
Αποτέλεσε σημείο ιστορικών αναφορών και καταγραφών κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1388 -1912). Η παλαιότερη αναφορά εμφανίζεται το 1446 μ.Χ. στο παλαιότερο ληξιαρχικό βιβλίο (icmaldefteri) που έχει διασωθεί, ενώ μεταγενέστερες αναφορές παρουσιάζονται από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελέμπη (1668), τον Βρετανό παθολόγο Έντουαρντ Μπράουν (1669), τους γεωγράφους Φιλιππίδη και Κωνσταντά (1791), τον Βρετανό ταξιδιώτη William Martin Leake (1805-1806), τον Γάλλο γεωγράφο Ami Boué (1840) και τέλος τον Γερμανό λαογράφο Gustav Weignad (1895). Νεότερες αναφορές βρίσκουμε από τους Αναστάσιος Ε. Τσούφης και τον αρχαιολόγο Αρβανιτόπουλο. Η πρώτη αναφορά για την ύπαρξη του γεφυριού χρονολογείται τον 15ο αιώνα, γεγονός που συνάδει με τις πρακτικές δόμησης και τα υφιστάμενα υλικά που ελέγχθηκαν λεπτομερώς από το εργαστήριο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μεταγενέστερες παρεμβάσεις παρουσιάζονται περίπου στις αρχές του 16ου αιώνα με χρηματοδότη τον Ιμπραήμ Μπέη Εβρενός (Evrenosoğlu İbrâhim bey), εγγονό του Γαζή Αχμέτ Εβρενός (Οθωμανός στρατηγός απόγονος του γνωστού ελληνικής καταγωγής οίκου των Evrenos Ogullari, ισλαμικού κλάδου των Ουρανών. Γεννήθηκε στο Παλαιόκαστρο της Τουρκίας και πέθανε στο Γενιτζέ-ι-Βαρντάρ).