Η μητέρα της, η Ναταλία, αν και επιθυμεί όσο τίποτε άλλο να επιστρέψει η ζωή της οικογένειας σε μια ειρηνική κανονικότητα, στο Σούμι, παρόλα αυτά διατηρεί τις επιφυλάξεις της για το αν και πότε θα υπάρξει ταξίδι γυρισμού.
Εμφανίζεται επιφυλακτική και δηλώνει ότι το αύριο για αυτήν, «είναι ένα ειρηνικό μέρος, όπου θα ζει όλη η οικογένεια μαζί και θα υπάρχει δουλειά».
Τις συναντήσαμε στο κατάστημα που διατηρεί συγγενικό τους πρόσωπο στη Λάρισα και μας μίλησαν για την κατάσταση που βίωσαν στην Ουκρανία.
«ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΑΝ ΘΑ ΖΕΙΣ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ»
«Ξαπλώναμε το βράδυ και δεν ξέραμε αν θα σηκωθούμε από το κρεβάτι ζωντανοί το πρωί. Ακούς τα αεροπλάνα, τους βομβαρδισμούς κοντά σου και δεν ξέρεις αν θα ζεις τις επόμενες ώρες… Η κόρη μου πάθαινε κρίσεις πανικού, δεν μπορούσε να αναπνεύσει… Όλος ο κόσμος ζούσε έναν πανικό, έναν τρόμο, έναν εφιάλτη. Και όσοι έμειναν πίσω συνεχίζουν να ζουν έτσι» μας λέει η Ναταλία και συνεχίζει την περιγραφή της: «Τις πρώτες μέρες του πολέμου τρέχαμε στα καταφύγια. Πότε χτυπούσαν οι σειρήνες και μας ειδοποιούσαν και πότε η ενημέρωση για βομβαρδισμούς γινόταν με μηνύματα στα κινητά τηλέφωνα. Στις επόμενες μέρες, απλά προσπαθούσαμε να προφυλαχτούμε σε διαδρόμους χωρίς παράθυρα. Οι βόμβες έπεφταν στην πόλη μας. Μαθαίναμε κάθε φορά ότι σκοτώθηκαν άνθρωποι… Κάποιοι έφυγαν και πήγαν σε χωριά, αλλά στα χωριά οι Ρώσοι έκαναν τραγικά, ασύλληπτα πράγματα. Σκότωναν κόσμο μέσα στα σπίτια τους, βίαζαν κορίτσια, έδιωχναν τους γέρους, δεν άφησαν συγγενείς να πάρουν τα πτώματα δικών τους ανθρώπων, έκλεβαν, έβγαζαν τα χρυσά δόντια ανθρώπων...
Στην πόλη Σούμι μπήκαν ρωσικά στρατεύματα από δύο πλευρές την ημέρα της εισβολής. Ο άνδρας μου είχε φύγει για δουλειά και γύρισε σχεδόν αμέσως τρομοκρατημένος λέγοντας: «Ξεκίνησε πόλεμος!». Κανένας δεν το περίμενε! Βλέπαμε την κατάσταση, γνωρίζαμε ότι είχαν παραταχθεί ρωσικά στρατεύματα στα σύνορα, αλλά κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα γίνει πόλεμος.
Ακολούθησε ένας πανικός. Όλοι άρχισαν να τρέχουν να αγοράσουν τρόφιμα και νερό. Μέσα σε λίγες ώρες εξαντλήθηκαν όλα! Δύο εβδομάδες ήμασταν εγκλωβισμένοι στην ίδια μας την πόλη και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Όσοι προσπάθησαν να φύγουν πριν ανοίξουν οι «πράσινοι διάδρομοι» ήταν με δική τους ευθύνη... Επί τέσσερις μέρες δεν είχαμε νερό. Ευτυχώς είχε χιονίσει και λιώναμε το χιόνι...».
Η Βερόνικα που ακούει τη μητέρα της να μιλά, μελαγχολεί και φαίνεται καθαρά στο πρόσωπό της πως επιστρέφουν μνήμες.
Τη διακόπτει, μας κοιτά και εκλιπαρεί: «Σας παρακαλώ, γράψτε να κλείσουν τον ουρανό, για να μην περνούν αεροπλάνα πάνω από την Ουκρανία, προκειμένου να γυρίσουμε πίσω. Είναι ο πατέρας μου εκεί και η γιαγιά μου».
Οι πολυάριθμες επιθέσεις στο Σούμι, δεν τις άφησαν περιθώριο να μείνουν και έτσι όταν άνοιξαν οι πρώτοι «πράσινοι διάδρομοι» διαφυγής αμάχων, έφυγαν με προορισμό την Πολωνία.
Η επικοινωνία για την οργάνωση των αποστολών αποχώρησης αμάχων, γινόταν μέσω διαδικτύου. Είχαν τον αριθμό 56, σε μια αποστολή που θα έφευγε από την Κεντρική πλατεία του Σούμι, με οκτώ λεωφορεία. Τελικά αντί οκτώ λεωφορείων, που αναμενόταν να φτάσουν στο σημείο, εμφανίστηκαν μόνο τρία. Κυριάρχησε πανικός και η αγωνία για διαφυγή μετατράπηκε σε τρόμο, όταν συνειδητοποιούσαν ότι τελικά προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον θάνατο!
«Ο άνδρας μου παρακάλεσε έναν οδηγό να μας πάρει μαζί του και ταξιδέψαμε όρθιες επί έξι ώρες» είπε η Ναταλία και ανάφερε για το ταξίδι: «Τα λεωφορεία μετέφεραν μόνο γυναίκες και παιδιά. Επέλεγαν να διασχίσουν ασφαλείς δρόμους. Προορισμός ήταν η Πολωνία. Τη μισή διαδρομή την κάναμε με λεωφορείο και την άλλη μισή με τρένο. Στην Πολωνία μάς φιλοξένησαν σε σπίτια μέχρι να καταφέρουμε να βγάλουμε αεροπορικό εισιτήριο για την Ελλάδα».
Πάνω από 100 πτώματα βρέθηκαν στο Σούμι μετά την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων. «Βρίσκουμε πτώματα με τα χέρια δεμένα, με σημάδια από βασανιστήρια, με τραύματα από σφαίρες στα κεφάλια», είχε ανακοινώσει ο περιφερειάρχης της πόλης Ντμίτρο Σιβίτσκι.