Μια σημαντική διάκριση, αυτή του βραβείου της Β’ Τάξεως των Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, έτους 2021, από το Κέντρο Ερεύνης των Νεοελληνικών Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για τη συλλογή γλωσσικού και διαλεκτικού υλικού της νεοελληνικής γλώσσας, προερχόμενου από οποιαδήποτε περιοχή της Ελλάδας ή εκτός Ελλάδας, για την ανέκδοτη συλλογή του με τίτλο «Το γλωσσικό ιδίωμα της Μυστής Καππαδοκίας», απέσπασε o Λαρισαίος Δημ. Μακρίδης, οι πρόγονοι του οποίου, από τη Μυστή Καππαδοκίας εγκαταστάθηκαν στην Αμυγδαλέα Λάρισας.
Στο πλαίσιο της πανηγυρικής συνεδρίας της Ακαδημίας Αθηνών για τον εορτασμό της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου 1821, ο γενικός γραμματέας της Ακαδημίας κ. Χρήστος Ζερεφός επέδωσε τις τιμητικές διακρίσεις (βραβεία, επαίνους και τιμητικές διακρίσεις) στους βραβευθέντες κατόπιν προκηρύξεως των βραβείων ή κατόπιν των οίκοθεν προτάσεων ακαδημαϊκών της, για το έτος 2021. Η τελετή πραγματοποιήθηκε χωρίς κοινό, παρουσία μόνο του Προεδρείου της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ τον πανηγυρικό λόγο εκφώνησε ο Ακαδημαϊκός κ. Θεόδωρος Παπαγγελής.
Ο κ. Μακρίδης μίλησε στην «Ε» για αυτήν τη συγγραφική του περιπέτεια, για τους λόγους που τον ώθησαν σε αυτό το εγχείρημα, για την ιστορική ευθύνη της Ελληνικής Πολιτείας που δεν ανέλαβε μέχρι σήμερα, να συνδράμει το απαιτητικό έργο της επιστημονικής μελέτης αυτής της διαλέκτου και για έναν κόμπο που σφίγγει την ψυχή…. καμιά μυσιώτικη κοινότητα στην ελληνική επικράτεια δεν αξιώθηκε να δώσει το όνομα της αγαπημένης πατρίδας, σε κάποιον από τους νέους τόπους εγκατάστασης.
Η ΜΥΣΤΗ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Η Μυστή (σημερινή ονομασία Κονακλί) ήταν το μεγαλύτερο αμιγές ελληνικό και ελληνόφωνο χωριό της Καππαδοκίας στο αρχαίο Βαγδαονικό Οροπέδιο. Αποτέλεσε φάρο ελευθερίας για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία και ήταν το καταφύγιο για τους κατατρεγμένους χριστιανούς που προσέτρεχαν εκεί, για να βρουν προστασία στην υπόσκαφη πολιτεία της, στα υπόγεια κελάρια. Οι Μυσιώτες με τις άλλες ελληνόφωνες αλλά και τις τουρκόφωνες χριστιανικές κοινότητες της Καππαδοκίας, αποτελούν ένα αξιοθαύμαστο μνημείο αποφασιστικότητας στη μακραίωνη πορεία του ανθρώπου, να διατηρήσει άσβεστο το φως του πολιτισμού που τον γέννησε και να κρατήσει αλώβητη την ψυχή του, διατηρώντας πεισματικά, αναλλοίωτες τις αξίες, τις πεποιθήσεις, τη γλώσσα και την ταυτότητά του, σε ένα ιδιαίτερα αφιλόξενο και γεμάτο κινδύνους αλλόδοξο περιβάλλον. Το μαύρο πέπλο που άπλωσε η τρομακτική απειλή του αφανισμού σε αυτήν την ευλογημένη γωνιά της Μικράς Ασίας, δεν κατάφερε να τυλίξει το ακριβό φρόνημα αυτών των γενναίων ανθρώπων, που πορεύτηκαν εν Χριστώ, ασφαλισμένοι στην κιβωτό της ορθόδοξης πίστης και της προγονικής λαλιάς. Αξίες που τους κράτησαν όρθιους σε αυτήν την ατέλειωτη τυραννική πορεία στους δύσβατους και μακρούς δρόμους της ψυχής και του κόσμου. Με μια λιτή και απέριττη ζωή που τη χαρακτήριζε μια βαθιά αίσθηση ευθύνης και σεβασμού των ανθρώπων και στην οποία δεν είχε θέση η υπερβολή και ο εντυπωσιασμός. Διαπνεόμενοι από τη σοφία της παράδοσής τους, προσάρμοσαν τη ζωή τους στις δύσκολες και απαιτητικές συνθήκες, αψηφώντας το βαρύ τίμημα να ζήσουν μονίμως κατατρεγμένοι. Με τη συνθήκη της Λωζάνης, το 1924 οι Μυσιώτες μαζί με τους όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας εγκαταστάθηκαν στην ελλαδική γη. Διασκορπίστηκαν σε πάνω από 30 πόλεις και χωριά της Ελλάδας. Στον νομό Λάρισας εγκαταστάθηκαν 120 οικογένειες στη Μάνδρα, 40 οικογένειες στην Αμυγδαλέα, 40 οικογένειες στην Ερέτρια Φαρσάλων, ενώ 80 οικογένειες Τιλιωτών εγκαταστάθηκαν στους Χαλκιάδες.
Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ
Όσον αφορά το έργο του, ο Καππαδόκης κ. Μακρίδης αναφέρει πως «είναι προϊόν πολύχρονης προσπάθειας σώρευσης γλωσσικού υλικού -λέξεων, διηγήσεων, ετυμολογικών και βασικών γραμματικών προσεγγίσεων του μυσιώτικου ιδιώματος- και θα μπορούσε σε επόμενη φάση να συμπληρωθεί επαρκώς. Παρά το πάθος αυτών που την υποστήριξαν, η προσπάθεια αυτή είναι εξ ορισμού ελλειμματική, διότι έγινε από ανθρώπους που δεν διαθέτουν την απαιτούμενη επιστημονική κατάρτιση, για να τηρήσουν με συντεταγμένο τρόπο όλες τις γλωσσολογικές προδιαγραφές. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό, ότι στηρίχθηκε στην αμεσότητα της γνώσης και στο ικανοποιητικό γλωσσικό υπόβαθρο των φυσικών ομιλητών της διαλέκτου, που εξακολουθούν να υπάρχουν. Έχουν αποτυπωθεί σε αυτό, προσωπικά ακούσματα, μαρτυρίες Μυσιωτών δεύτερης και τρίτης γενιάς που είναι άριστοι φυσικοί ομιλητές και αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφόρησης, όσο βρίσκονται εν ζωή, το υλικό που είναι καταγεγραμμένο στη βιβλιογραφία και αυτό που προέρχεται από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών με την καταγραφή Μυσιωτών της πρώτης γενιάς. Μια περιπέτεια δύσκολη, επίπονη, βασανιστική, αλλά συνάμα λυτρωτική. Μια διαρκής γλωσσική περιπλάνηση, που σκοπό έχει να καταγράψει στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, μια ανεκτίμητη πνευματική περιουσία, που δεν ανήκει μόνο σε αυτούς που τη φέρουν μέσα στις ψυχές τους, αλλά και στην ελληνική γλώσσα, που τη γέννησε και δεν απαρνήθηκαν ποτέ οι Μυσιώτες.
Το μυσιώτικο ιδίωμα είναι θησαυρός ανεκμετάλλευτος, που περιλαμβάνει αρχαϊσμούς και διέπεται από γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες που με αριστοτεχνικό τρόπο τηρούσαν στον προφορικό τους λόγο, οι ομιλητές του κι ας μην ήταν εγγράμματοι άνθρωποι.
Εξακολουθεί ακόμη και σήμερα, έναν αιώνα μετά την εγκατάσταση των Μυσιωτών στον ελλαδικό χώρο, να είναι μια ζωντανή γλώσσα, ριζωμένη στις ψυχές ενός πλήθους φυσικών ομιλητών, που διασκορπισμένοι σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και του κόσμου, ζωντανεύουν την αλησμόνητη λαλιά των προγόνων μας. Θα ήταν ευτύχημα, αυτή η μικρή απόπειρα, να αποτελέσει μια ενδιαφέρουσα ευκαιρία που θα δώσει τη δυνατότητα σε κάθε Μυσιώτη, με την προσωπική του μαρτυρία, να προσθέσει ένα μικρό λιθαράκι, συνδράμοντας στο θεάρεστο έργο της διάσωσης του μυσιώτικου γλωσσικού ιδιώματος, που θα αποτελέσει ασπίδα και θα εμποδίσει τη λησμονιά που αφήνει πίσω του ο φθοροποιός χρόνος. Για να την παραδώσουμε, σαν κερί αναμμένο, στις ερχόμενες γενιές. Αυτό το γλωσσικό πόνημα απευθύνεται όχι μόνο στους φυσικούς ομιλητές της γλώσσας, αλλά και σε αυτούς που τη λησμόνησαν, όχι μόνο στους Μικρασιάτες, αλλά σε όλους τους Έλληνες. Και φιλοδοξεί να αποτελέσει μαζί με τα άλλα αξιόλογα έργα για το μυσιώτικο και τα άλλα καππαδοκικά ιδιώματα -που προηγήθηκαν και θα ακολουθήσουν- το πρωτογενές υλικό για την Επιστήμη της Γλωσσολογίας, που όταν κληθεί, θα το επεξεργαστεί με την επιστημονική της λαβίδα για να το καταστήσει μνημείο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
ΤΙ ΤΟΝ ΩΘΗΣΕ
Ο κ. Μακρίδης, όπως μας εξιστορεί, ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2005, να συγκεντρώνει σε ένα τετράδιο τις πρώτες λέξεις, με την προσδοκία, να συμβάλει με τις μικρές του δυνάμεις στη διάσωση της γλώσσας με τη δημιουργία ενός λεξικού του μυσιώτικου ιδιώματος. «Με σκοπό να σωρεύσω σπυρί σπυρί όσο γινόταν περισσότερο λεξιλογικό υλικό, να το καταγράψω και στη συνέχεια να το ταξινομήσω. Έτσι ξεκίνησα αυτό το μεγάλο ταξίδι σε έναν κόσμο, που δεν είχα ποτέ φανταστεί πόσα μυστικά θα μου αποκάλυπτε» δηλώνει χαρακτηριστικά. Όσον αφορά στο «τι τον ώθησε στην έρευνα αυτή», μας απαντά: Μια βαθιά εσωτερική ανάγκη με οδήγησε σε αυτό το επίπονο εγχείρημα, της καταγραφής λέξεων, εκφράσεων και γραμματικών φαινομένων, καθώς και της γραπτής αποτύπωσης αυτής της προφορικής λαλιάς, που μας ανέθρεψε πνευματικά και ψυχικά, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να αγναντεύουμε τη ζωή και τον κόσμο με μια ματιά που εμπεριέχει τη σοφία και τη δύναμη των προγόνων μας, προικίζοντας όλους εμάς τους φυσικούς ομιλητές του μυσιώτικου ιδιώματος, με τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα της έκφρασης, αλλά και με το ισχυρό ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης που χαρακτηρίζει τους Μυσιώτες.
Οι αμέτρητες εικόνες, οι ήχοι και οι απόηχοι, τα ακούσματα των παιδικών χρόνων, είναι οι ανεξίτηλες ψηφίδες μιας ζωής που προσπεράσαμε βιαστικά, θαμπωμένοι από τα θέλγητρα και τις μεγάλες υποσχέσεις των σειρήνων, που μας παρέσυραν σε μια μακροχρόνια και καλά σχεδιασμένη αξιακή παρακμή, και συστηματικά μας βύθισαν στην ευτέλεια, την αποξένωση και τα μεγάλα αδιέξοδα, τα οποία μας απομακρύνουν όλο και περισσότερο από τη δυνατότητα εξασφάλισης μιας ευτυχισμένης και αξιοπρεπούς ζωής.
Η συνειδητοποίηση της απώλειας ενός κόσμου που όσο υπήρχε θεωρούνταν δεδομένος, προκαλεί σε πολλούς από εμάς ενοχές για τα ανέμελα χρόνια της νιότης, που δυστυχώς τα αφήσαμε να κυλήσουν άπραγα, χωρίς ποτέ μέχρι τότε να σκεφτούμε να καταγράψουμε και να απαθανατίσουμε όλα εκείνα τα βιώματα και τις μνήμες που έφεραν μέσα στις κατατρεγμένες τους ψυχές οι πρόγονοί μας και θα μπορούσαν να τα προσφέρουν απλόχερα σε εμάς, τους κληρονόμους αυτής της μεγάλης παράδοσης της Μυστής.
«ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΑΣ
Σύμφωνα με τον κ. Μακρίδη «μια θλιβερή πραγματικότητα βαραίνει όλους τους Μυσιώτες, αφού σε κανένα σημείο της ελληνικής επικράτειας, δεν θα συναντήσει κάποιος το τοπωνύμιο Νέα Μυστή. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, ένας επιφανής Μυσιώτης, ο αείμνηστος Κωσταΐνης Χατζηκωνσταντίνου ιδιοκτήτης ξενοδοχείου στην Αλεξανδρούπολη, κάλεσε τον τότε κοινοτάρχη της Μάνδρας Λάρισας (μιας από τις δύο αμιγείς μυσιώτικες κοινότητες στην Ελλάδα), να δώσει το όνομα της Μυστής στο χωριό του. Τον πλήγωνε βαθιά αυτή η τραγική παράλειψη, γιατί ήξερε ότι η απουσία του ονόματος, θα μας παραδώσει στη λησμονιά. Το 1997 το Κοινοτικό Συμβούλιο Μάνδρας, αποφάσισε τη μετονομασία της τότε Κοινότητας Μάνδρας σε «Νέα Μυστή». Παρά την προώθηση του αιτήματος στην αρμόδια Επιτροπή Μετονομασιών του Υπουργείου Εσωτερικών, δεν κατέστη δυνατή μέχρι σήμερα η ικανοποίηση αυτής της ανεκπλήρωτης επιθυμίας -όχι μόνο των κατοίκων της Μάνδρας, αλλά και των απανταχού Μυσιωτών- εξαιτίας γραφειοκρατικών εμποδίων που προέκυψαν από την υπαγωγή του χωριού αρχικά στον Δήμο Κοιλάδας και μετέπειτα στον Δήμο Λαρισαίων. Η υπόθεση εξακολουθεί να εκκρεμεί τόσα χρόνια μετά, στην Επιτροπή Μετονομασιών, ενώ αρκεί μια απλή επικύρωση της αρχικής απόφασης από το σημερινό Συμβούλιο του Δημοτικού Διαμερίσματος Μάνδρας και μια τυπική απόφαση έγκρισης από τον Δήμο Λαρισαίων, για να υλοποιηθεί. Ελπίζω με τη συμμετοχή όλων, να αποκαταστήσουμε αυτήν την ανιστόρητη επιλογή να αποποιηθούν οι Μυσιώτες το όνομά τους, και η ονομασία Νέα Μυστή, να κοσμήσει στο εξής όχι μόνο τις κοινότητες με αμιγή μυσιώτικο πληθυσμό, αλλά και μικρότερες μυσιώτικες κοινότητες που είναι ενταγμένες σε ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες».
ΜΗΝΥΜΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Ο ερευνητής κ. Μακρίδης ελπίζει ότι «με τη συνδρομή της Ελληνικής Πολιτείας στο μέλλον, θα αποτιμηθούν και θα αναδειχθούν τα ισχυρά και εκτεταμένα δομικά γλωσσικά χαρακτηριστικά της μυσιώτικης λαλιάς, ως μια σχηματοποιημένη και ευρεία υφολογική διαφοροποίηση της ελληνικής γλώσσας, γιατί η γλώσσα αποτελεί το πιο σημαντικό τεκμήριο και αδιάψευστο μάρτυρα της ιστορικής μας πορείας. Είναι ανάγκη σήμερα, η Ελληνική Πολιτεία, να αναλάβει την ιστορική της ευθύνη, να συνδράμει στο απαιτητικό έργο της επιστημονικής μελέτης αυτής της διαλέκτου και να αξιοποιήσει ένα δυσεύρετο γλωσσικό κειμήλιο που κινδυνεύει να χαθεί για πάντα.
Και ο Δημ. Μακρίδης καταλήγει: Έναν αιώνα μετά την Ανταλλαγή, σήμερα, είναι χρέος όλων μας, να διαφυλάξουμε αυτήν την ιερή παρακαταθήκη που μας παρέδωσαν οι πρόγονοί μας. Σήμερα, που στον ουρανό της ελεύθερης πατρίδας, επικρέμεται πάνω μας απειλητικά, η βαριά σκιά μιας νέας τυραννίας, που με φανταχτερό πια επικάλυμμα υψώνεται σταθερά, ολοένα και πιο απειλητική μπροστά μας, επιβάλλεται να ξαναποκτήσουμε την ταυτότητά μας, όπως αυτή προσδιορίζεται από τις αξίες και τους προσανατολισμούς της ιστορικής μας κληρονομιάς και να αρνηθούμε την πολιτιστική ισοπέδωση.