Προδιαγραφές αναγνώρισης, εκτίμηση της κατάστασης διατήρησής τους, διαδικασίες θεσμοθέτησης και προτεινόμενα μέτρα προστασίας-διαχείρισης βρίσκονται σε αρχικό στάδιο». Αυτά τονίζει στο πλαίσιο σχετικής εργασίας που παρουσίασε στο 20ό Πανελλήνιο Δασολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στα Τρίκαλα, ο δρ Νικόλαος Σ. Γρηγοριάδης, τ. διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών στη Θεσσαλονίκη, τις εργασίες του οποίου παρακολούθησε το Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Τα αιωνόβια δένδρα, σύμφωνα με τον ίδιο, πάντοτε και παντού συγκέντρωναν το ενδιαφέρον του ανθρώπου για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Οι εντυπωσιακές διαστάσεις που παίρνουν με τα χρόνια μαζί με τη μακροζωία αποτελούν δύο μόνο λόγους από τους λόγους για τους οποίους ο άνθρωπος διαχρονικά αισθάνεται δέος απέναντί τους.
Στην αρχαιότητα, τα μεγάλα δένδρα ταυτίζονταν με την αιωνιότητα, ενώ στο εσωτερικό τους κατοικούσαν νύμφες και απαγορευόταν αυστηρά με ποινή θανάτου η κοπή τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα διάσπαρτα στη χώρα, τονίζει ο κ. Γρηγοριάδης, οφείλουν την ύπαρξή τους σε τοπικές πρωτοβουλίες. Και εξηγεί:
«Στην Κω, κοντά στο μεσαιωνικό κάστρο βρίσκεται ο υπεραιωνόβιος πλάτανος, η ηλικία του οποίου εκτιμάται σε 2.300 χρόνια, συνδεδεμένος στη φαντασία του τοπικού πληθυσμού με τον Ιπποκράτη, τον μεγάλο δάσκαλο της ιατρικής στους αρχαίους χρόνους. Στη σκιά του λέγεται πως δίδαξε ο πατέρας της ιατρικής επιστήμης, αποτελώντας έτσι ένα φυσικό, πολιτιστικό και ιστορικό αξιοθέατο για χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο από την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο. Επίσης, τελευταία η εκπόνηση ειδικής μελέτης για αιωνόβια δένδρα, όπως είναι η περίπτωση των τεσσάρων πλατανιών του Δήμου Θεσσαλονίκης έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις της Εθνικής Δασικής-Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας (Δασικός Κώδικας και άρθρο 6 του Ν. 3937/ 2011) και τη βιβλιογραφία. Αποτελεί δε επίσης μια κλασική περίπτωση αρμονικής συνεργασίας μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων μερών και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου υπέργηρα δένδρα, εντός ή και εκτός κατοικημένων περιοχών, να μπορούν να κηρυχθούν “Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης”». Ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός, καταλήγει τονίζοντας ο κ. Γρηγοριάδης, θα συμβάλει στην καλύτερη φροντίδα τους και επομένως στη μακροζωία τους, στη μεγαλύτερη ασφάλεια των πολιτών και των υποδομών, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών και του περιβάλλοντος. Αποτελούν σπάνιους οικοτόπους συνεισφέροντας στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, με δυνατότητες οικοτουριστικής και εκπαιδευτικής ανάδειξης και ανάπτυξης της φυσικής κληρονομιάς μιας περιοχής προς όφελος της παρούσας, αλλά και των μελλοντικών γενεών.
Από την εμπειρία του συγγραφέα, αλλά και τη βιβλιογραφία, προκύπτει πως η επικρατούσα προσέγγιση του θέματος στηρίζεται στην οπτική (visual) μέθοδο ή στη βασική, η οποία περιλαμβάνει ορισμένες μετρήσεις. Στόχος θα πρέπει να είναι η ολοκληρωμένη προσέγγιση, η οποία θα περιλαμβάνει στοιχεία και από τις τρεις ομάδες παραγόντων που επηρεάζουν την ανάλυση επικινδυνότητας των μνημειακών δένδρων, δηλαδή τους παράγοντες τους περιβαλλοντικούς, τους ανθρωπογενείς και εκείνους που έχουν άμεση σχέση με τα ίδια τα δένδρα, π.χ. διαστάσεις κ.ά.
Συμπερασματικά, δεν παραλείπει να τονίσει ο κ. Γρηγοριάδης, θα έπρεπε δένδρα παρόμοια και με τα παραπάνω γνωρίσματα να κηρύσσονται Διατηρητέα Μνημεία της Φύσης και παράλληλα να ξεκινήσει μια σειρά ειδικών μελετών (θρέψης, στατικής και δυναμικής ανάλυσης κ.λπ.) με στόχο την ασφάλεια και την προστασία πολιτών και αγαθών-υποδομών και τη διατήρησή τους για τις επόμενες γενεές. Ειδικότερα, παρατηρήθηκε έλλειψη εξειδικευμένης γνώσης και εμπειρίας όσον αφορά τα «Μνημειακά Δένδρα», γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη ανάπτυξης σχετικής ερευνητικής δραστηριότητας ειδικότερα στην Ελλάδα, η οποία μάλιστα φιλοξενεί πληθώρα υπεραιωνόβιων δένδρων, αρκετά από τα οποία συνδέονται με την ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά, π.χ. ο πλάτανος του Ιπποκράτη στην Κω, το κλήμα του Παυσανία στην Πελοπόννησο κ.ά.
Ο ίδιος τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Οι Έλληνες έχουν άρρηκτους δεσμούς με τη φύση που τους περιβάλλει και επομένως και με τα δένδρα - Μνημεία της Φύσης. Τα τελευταία αποτελούν επίσης μια ειδική κατηγορία του ευρωπαϊκού δικτύου ΦΥΣΗ 2000 και ως τέτοια προστατεύονται από την οργανωμένη πολιτεία».