μία Τρικαλινή δημόσια υπάλληλος και πρώην αιρετή στην άλλοτε Νομαρχία Τρικάλων, η οποία παραπέμφθηκε κατηγορούμενη για ψευδή βεβαίωση με σκοπό πορισμού αθεμίτου οφέλους, για υπεξαγωγή εγγράφων και για συνέργεια σε απάτη.
Συγκατηγορούμενος της δημόσιας υπαλλήλου υπήρξε «επώνυμος» και «υπεράνω πάσης υποψίας» έμπορος αυτοκινήτων, ο οποίος από το 2009 που «έσκασε το κανόνι» παραμένει άφαντος και ως φυγόδικος εδώ και 12 χρόνια ακόμη δεν έχει καθίσει στο εδώλιο, ενώ η φημολογία τον θέλει να δραστηριοποιείται επαγγελματικά σε χώρα της Αφρικής, όπως αναφέρθηκε χθες στο Δικαστήριο. Η υπόθεση, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ε», αποκαλύφθηκε το 2009 όταν ο έμπορος αυτοκινήτων «έφερε πλαστά πιστοποιητικά, για ελαφρώς μεταχειρισμένα αυτοκίνητα αντί για καινούργια αυτοκίνητα», όπως κατέθεσε χθες η κατηγορουμένη, έβγαλε 16 άδειες κυκλοφορίας και πούλησε τα αυτοκίνητα σε κατοίκους των Τρικάλων. Οι οποίοι με την αποκάλυψη της υπόθεσης έμειναν εμβρόντητοι όταν πληροφορήθηκαν τα περί πλαστών εγγράφων, καθώς η κομπίνα στήθηκε εν αγνοία τους.
Ο έμπορος, σύμφωνα και με το παραπεμπτικό Βούλευμα, φέρεται ότι εισέπραξε το τίμημα από τις πωλήσεις αυτοκινήτων, χωρίς να αποδώσει ωστόσο τα χρήματα στις εταιρείες που αντιπροσώπευε (BMW, Mini, Renault, Dacia) και έκτοτε εξαφανίστηκε. Όταν «έσκασε το κανόνι», κάποιοι από τους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων με έκπληξη πληροφορήθηκαν ότι οι άδειες κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που είχαν αγοράσει ήταν πλαστές και μάλιστα όταν απευθύνθηκαν στις εταιρείες, τους είπαν ότι «το αυτοκίνητό δεν σας ανήκει πλέον» παρότι πλήρωσαν αδρά.
Μετά από καιρό οι εταιρείες αναγνώρισαν πως οι ιδιοκτήτες των Ι.Χ. δεν ευθύνονται σε κάτι και εξέδωσαν γνήσιες άδειες κυκλοφορίας για να ασκηθεί τελικά ποινική δίωξη μετά από μηνύσεις από εταιρεία εμπορίας αυτοκινήτων, από τράπεζα αυτοκινητοβιομηχανίας κ.λπ. σε βάρος των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και ο αντιπρόσωπός τους στα Τρίκαλα και άλλοτε έναν από τους καλύτερους συνεργάτες τους.
Η τράπεζα της αυτοκινητοβιομηχανίας, που παρέστη χθες ως πολιτική αγωγη, σημείωσε πως η αξία των αυτοκινήτων από τις πωλήσεις που δεν αποδόθηκαν στην εταιρεία ξεπερνά τις 850.000 ευρώ. Η κατηγορούμενη αρνήθηκε κάθε κατηγορία, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως ο έμπορος αυτοκινήτων «μου κατέστρεψε τη ζωή», ενώ η Εισαγγελέας της έδρας σημείωσε τη διάσταση ότι οι επίμαχοι 16 φάκελοι των ισάριθμων αυτοκινήτων χάθηκαν από μια δημόσια υπηρεσία, ενώ βρίσκονταν σε κοινή θέα και στους οποίους φακέλους είχαν ελεύθερη πρόσβαση οι εκπρόσωποι αντιπροσωπειών Ι.Χ. για να διευκολύνουν τους πελάτες τους, με δεδομένη και την έλλειψη προσωπικού.
ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ
Πέραν του φυγόδικου εμπόρου, χαρακτηριστικό της χθεσινής δίκης αποτέλεσε ο μεγάλος αριθμός μαρτύρων, κυρίως πολιτών που αγόρασαν αυτοκίνητα, εργαζομένων στη θιγόμενη εταιρεία, αλλά και εργαζομένων στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών της τότε Νομαρχίας Τρικάλων. Αναλυτικότερα στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, αρχικά κατέθεσε υπάλληλος του ελληνικού τμήματος της αυτοκινητοβιομηχανίας εξηγώντας τη διαδικασία εισαγωγής των αυτοκινήτων, πληρωμής των τελών ταξινόμησης, της αγοράς τους από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, τη χρηματοδότηση από την τράπεζα της αυτοκινητοβιομηχανίας κ.λπ.
Επίσης, σημείωσε πως «όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση, ο επιθεωρητής πωλήσεων της εταιρείας άρχισε ελέγχους στις επιχειρήσεις» για να διαπιστώσει πως στην αντιπροσωπεία των Τρικάλων «έλειπαν αυτοκίνητα».
Διευκρίνισε μάλιστα ότι ο αντιπρόσωπος «πήρε τα χρήματα από την πώληση αυτοκινήτων, αλλά δεν τα απέδωσε στην εταιρεία», προσθέτοντας ότι μετά τον έλεγχο που ακολούθησε της αποκάλυψης της υπόθεσης, η εταιρεία αναγνώρισε την ιδιοκτησία των Ι.Χ. στους αγοραστές.
Άλλος εκπρόσωπος της αυτοκινητοβιομηχανίας σημείωσε ότι κάποια από τα αυτοκίνητα είχαν παραχωρηθεί στην αντιπροσωπεία των Τρικάλων ως εκθέματα (test drive κ.λπ.) για να προσθέσει πως «ακόμη και σήμερα δεν έχουμε βρει τους φακέλους των αυτοκινήτων».
Αγοραστής Ι.Χ. κατέθεσε πως «δεν μπορούσαμε να πουλήσουμε το αυτοκίνητό μας γιατί δεν υπήρχε φάκελος» στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών. «Πήγα να βάλω αέριο στο αυτοκίνητο» κατέθεσε άλλος αγοραστής «και όταν πήγα στο Μηχανολογικό δεν βρίσκαμε τον φάκελο του αυτοκινήτου». «Πλήρωσα 37.000 ευρώ για να αγοράσω το αυτοκίνητο» κατέθεσε άλλος, αγοραστής προσθέτοντας πως «όταν ξέσπασε το «σκάνδαλο» στα Τρίκαλα διαπίστωσα ότι η άδεια κυκλοφορίας ήταν παράνομη. Μετά από δύο χρόνια η αυτοκινητοβιομηχανία έδωσε στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών τα πιστοποιητικά ταξινόμησης και έτσι νομιμοποιήθηκε η άδεια κυκλοφορίας».
«Αγόρασα το αυτοκίνητο πληρώνοντας 26.000 ευρώ» πρόσθεσε ένας ακόμα από τους μάρτυρες «και όταν πήγα στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών διαπίστωσα ότι το Ι.Χ. δεν είχε ταξινομηθεί».
«Μετά το “σκάνδαλο”» κατέθεσε άλλος πελάτης πως «πήγα στη Διεύθυνση Συγκοινωνιών και διαπίστωσα ότι δεν υπάρχουν πιστοποιητικά στον φάκελο, ενώ από την εταιρεία μου, είπαν ότι το αυτοκίνητο δεν σας ανήκει πλέον παρόλο που το είχα πληρώσει».
Υπάλληλος της τράπεζας της αυτοκινητοβιομηχανίας εξήγησε τη διαδικασία χρηματοδότησης, όπως τη διαδικασία εξήγησαν και υπάλληλοι της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών, μεταξύ των οποίων και ο διευθυντής, που με αφορμή την απουσία του για λόγους υγείας, ανέθεσε τα καθήκοντά του στην κατηγορουμένη.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω οτιδήποτε μεμπτό» τόνισε στην απολογία της η κατηγορούμενη και περιγράφοντας τη διαδικασία έκδοσης αδειών, αφού είχε προηγηθεί έλεγχος από το Τεχνικό Τμήμα (πιστοποιητικό εκτελωνισμού κ.λπ.), σημείωσε πως ο έμπορος «έφερε πλαστά πιστοποιητικά, για ελαφρώς μεταχειρισμένα αυτοκίνητα αντί για καινούργια αυτοκίνητα».
«ΜΟΥ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕ ΤΗ ΖΩΗ»
Τόνισε, επίσης, έτσι ότι ακολουθούνταν διαφορετική διαδικασία, αφού στα καινούργια αυτοκίνητα ήταν αυτοματοποιημένη η καταγραφή με βάση και τον μοναδικό αριθμό του αυτοκινήτου σε αντίθεση με τα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα για τα οποία ακολουθούνταν άλλη διαδικασία καταχώρησης των στοιχείων του αυτοκινήτου.
«Έσκασε στα χέρια μου αυτή η μπόμπα, ενόσω αντικαθιστούσα τον διευθυντή» πρόσθεσε η κατηγορούμενη λέγοντας πως «ο έμπορος πλαστογράφησε την υπογραφή στελέχους της αυτοκινητοβιομηχανίας», άρα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να πλαστογραφήσει τα πιστοποιητικά ταξινόμησης των Ι.Χ.
«Μου κατέστρεψε τη ζωή» κατέληξε η κατηγορούμενη αναφερόμενη στον έμπορο αυτοκινήτων, προσθέτοντας ότι «δεν έχω καμία ευθύνη που χάθηκαν οι φάκελοι από την Υπηρεσία» για να αναφερθεί επίσης στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει πλέον ως επίπτωση της υπόθεσης, προβλήματα που περιέγραψε νωρίτερα καταθέτοντας συγγενικό της πρόσωπο.
«Προέβη στην έκδοση 16 αδειών χωρίς πιστοποιητικά» τόνισε, μεταξύ άλλων, στην αγόρευσή της η Εισαγγελέας της έδρας, προσθέτοντας ότι «χάθηκαν οι φάκελοι», προτείνοντας έτσι την ενοχή της κατηγορουμένης. Η πολιτική αγωγή παρέθεσε τις θέσεις της τράπεζας της αυτοκινητοβιομηχανίας, ενώ η υπεράσπιση, αρνούμενη τις κατηγορίες, εστίασε στην προσχεδιασμένη μεθόδευση από τον έμπορο αυτοκινήτων να καρπωθεί τα χρήματα από τις πωλήσεις αυτοκινήτων, σημειώνοντας παράλληλα πως η δημόσια υπάλληλος αποτέλεσε το θύμα της υπόθεσης.
Τελικά το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας έκρινε ένοχη την κατηγορουμένη για όλες τις πράξεις, επιβάλλοντας συνολική ποινή φυλάκισης 8 ετών (προς 5 ευρώ ημερησίως) και αναγνωρίζοντάς της ελαφρυντικό με την αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης η δημόσια υπάλληλος αφέθηκε ελεύθερη.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ