Η Κυβέρνηση έχει παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια δραστικής παρέμβασης στην πανδημική κρίση υποστηρίζει ο πρώην υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός δηλώνοντας ότι η χώρα χρειάζεται ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης που περιλαμβάνει όλες τις διαθέσιμες υγειονομικές δομές και δυνάμεις της χώρας προκειμένου το ΕΣΥ να ανταποκριθεί και στην υπόλοιπη νοσηρότητα του πληθυσμού και να μην «κατεβάσει ρολά» για τους ασθενείς με χρόνια, αλλά και σοβαρά και απειλητικά για τη ζωή νοσήματα.
Ο πρώην υπουργός Υγείας, ο οποίος επισκέπτεται σήμερα τη Λάρισα και τα δύο νοσοκομεία της πόλης, επαναφέρει το αίτημα της συνολικής επίταξης των μεγάλων ιδιωτικών θεραπευτηρίων και σε συνέντευξή του στην «Ε» χαρακτηρίζει λανθασμένη επιδημιολογικά την απόφαση για την επιβολή lockdown για ανεμβολίαστους, επικρίνει την Κυβέρνηση για υποτίμηση του προβλήματος της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης και ζητά επανεκκίνηση του εμβολιαστικού προγράμματος με μεγάλη κοινωνική συστράτευση.
Σε άλλα σημεία της συνέντευξης μιλά για το «σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης» που έχει ήδη εγκατασταθεί στα νοσοκομεία, για να αναδείξει την ανάγκη στήριξης των υγειονομικών, καθώς «ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως είναι η υποχώρηση του ηθικού τους...», ενώ αναφερόμενος στο πρόβλημα των αναστολών εργασίας όσων υγειονομικών δεν έχουν εμβολιαστεί, αντιπροσωπεία των οποίων θα συναντήσει σήμερα στη Λάρισα, τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της επιστροφής τους καθώς «το ΕΣΥ δεν έχει την «πολυτέλεια» να στερείται αυτήν την περίοδο τις υπηρεσίες 6.500 έμπειρων εργαζομένων...».
Ερωτηθείς για την «πανδημία των καθαρών ασθενών», ο πρώην υπουργός Υγείας δηλώνει: «Το στοίχημα δεν είναι απλώς να νοσηλεύσει το ΕΣΥ τους ασθενείς με κορονοϊό, αλλά να αντιμετωπίσει την υγειονομική τραγωδία που είναι σε εξέλιξη και να εγγυηθεί τη στρατηγική της καθολικότητας, της ισότητας και της ποιότητας στη φροντίδα υγείας».
* Κύριε υπουργέ, οι τάσεις στην πανδημία είναι αυξητικές, το σύστημα υγείας ασφυκτιά, τουλάχιστον στη Λάρισα. Η αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης της χώρας είναι ικανή να ανακόψει την ανεξέλεγκτη αύξηση των κρουσμάτων και συνεπώς των επιπτώσεών τους;
- Η αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης είναι κρίσιμη και αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την αποτελεσματική διαχείριση του 4ου επιδημικού κύματος. Και σίγουρα δεν μπορεί να αποδώσει άμεσα. Πρέπει να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για να μεταπειστεί ένα κομμάτι της κοινωνίας που φοβάται και διστάζει, αλλά δεν είναι σκληρά ταυτισμένο με το αντιεμβολιαστικό ρεύμα. Υπήρξε μεγάλη ολιγωρία και υποτίμηση του προβλήματος, η Κυβέρνηση νόμιζε ότι μπορεί να προχωρήσει το εμβολιαστικό πρόγραμμα μόνο με τους πρόθυμους να εμβολιαστούν και δεν οργάνωσε έγκαιρα μια σοβαρή και πειστική παρέμβαση Αγωγής Υγείας στην κοινότητα, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους χώρους εργασίας, στις κοινωνικές δομές που απευθύνονται σε ηλικιωμένους. Τώρα τρέχει πανικόβλητη και δεν φτάνει, εστιάζει όμως μόνο σε περιοριστικά μέτρα που αφορούν τους ανεμβολίαστους, ενώ η ανεξέλεγκτη διασπορά του ιού (με επικράτηση της υπερμεταδοτικής μετάλλαξης «Δ»), δεν επιτρέπει συνθήκες εφησυχασμού και κανονικότητας για κανέναν. Άρα χρειαζόμαστε καλύτερη επιδημιολογική επιτήρηση, ενίσχυση της προνοσοκομειακής διαχείρισης με εμπλοκή της ΠΦΥ, ενδυνάμωση των νοσοκομείων και επιστράτευση ιδιωτικών κλινικών και στρατιωτικών νοσοκομείων, για να ανταποκριθεί το σύστημα αξιοπρεπώς στις ανάγκες της νέας φάσης.
* Από το Σάββατο έχει επιβληθεί lockdown για τους ανεμβολίαστους. Μπορεί να πείσει τους αρνητές ή όσους παραμένουν επιφυλακτικοί με τα εμβόλια να εμβολιαστούν; Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, που είναι απούσα, μπορεί να δώσει λύσεις;
- Όπως σας είπα, το lockdown για ανεμβολίαστους, επιδημιολογικά είναι λάθος. Όταν έχεις 6.000-7.000 κρούσματα και 40-50 νεκρούς τη μέρα, και όταν το 40% του πληθυσμού ή το 1/3 των ενηλίκων είναι ανεμβολίαστο, δεν μπορείς να στέλνεις το μήνυμα της «ελευθερίας» στους εμβολιασμένους, χωρίς καμιά προφύλαξη και χωρίς καμιά μέριμνα για τους χώρους μαζικής συνάθροισης. Η «πίεση» προς τους μη εμβολιασμένους δεν θα αποδώσει αν δεν συνοδευτεί με μια μεγάλη κοινωνική συστράτευση, με ένα αξιόπιστο restart στο εμβολιαστικό πρόγραμμα, στο οποίο θα έχουν ρόλο η επιστημονική κοινότητα, οι Ιατρικοί Σύλλογοι, οι οικογενειακοί γιατροί, οι κοινωνικές υπηρεσίες της Αυτοδιοίκησης, οι Διευθύνσεις Δημόσιας Υγείας των Περιφερειών, η τοπική Εκκλησία, προσωπικότητες της Τέχνης και του Αθλητισμού, τα κόμματα και η κοινωνία των πολιτών.
* Η αύξηση της ζήτησης για νοσηλείες και θεραπείες είναι ραγδαία στις επιβαρυμένες περιοχές με την Κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι στηρίζει το σύστημα με συμφωνίες με τον ιδιωτικό τομέα, με προσλήψεις επικουρικών και μεταφορά προσωπικού από άλλες περιοχές της χώρας. Υπάρχουν άλλες κινήσεις, εκτός ίσως των στρατιωτικών νοσοκομείων, προκειμένου να αντέξει την πίεση το σύστημα υγείας;
- Αυτό που λείπει είναι ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης που περιλαμβάνει όλες τις διαθέσιμες υγειονομικές δομές και δυνάμεις της χώρας (πρωτοβάθμιας και νοσοκομειακής περίθαλψης, δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και ενόπλων δυνάμεων), χωρίς εξαιρέσεις και «προστασία» κανενός, με ενιαίο πλαίσιο συνεργασίας και επιμερισμό του όγκου των περιστατικών Covid. Μόνο έτσι θα μπορέσει το ΕΣΥ να ανταποκριθεί και στην υπόλοιπη νοσηρότητα του πληθυσμού και δεν θα «κατεβάσει ρολά» για τους ασθενείς με χρόνια, αλλά και σοβαρά και απειλητικά για τη ζωή νοσήματα. Εκτός αν το σχέδιο είναι όλη η μη-Covid νοσηρότητα να κατευθυνθεί στους επιχειρηματίες υγείας !
* Το ελλιπές προσωπικό στα νοσοκομεία είναι πλέον κουρασμένο και τα σημάδια του συνδρόμου burn out ορατά. Ενδεικτική η πρόθεση διευθυντών και γιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας να παραιτηθούν αντιδρώντας στην προοπτική μετατροπής του νοσοκομείου σε νοσοκομείο για Covid. Οι επιτάξεις ιδιωτών γιατρών που εξετάζει ο υπουργός Υγείας, μπορούν να δώσουν λύσεις στο πρόβλημα;
- Το «σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης» (burn out) έχει ήδη εγκατασταθεί στα νοσοκομεία. Η κόπωση και η εξάντληση από την υπερπροσπάθεια τόσων μηνών είναι πολύ μεγάλη. Η εικόνα του συναδέλφου από το «Κουτλιμπάνειο» Νοσοκομείο που κατέρρευσε μπροστά στις κάμερες, τα λέει όλα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως είναι η υποχώρηση του ηθικού των υγειονομικών, οι οποίοι δεν βλέπουν ούτε στήριξη σε αυτήν τη φάση, αλλά, κυρίως, ούτε προοπτική βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, αμοιβής και εκπαίδευσής τους την επόμενη μέρα μετά την πανδημία. Επείγει η τόνωση του ηθικού των ανθρώπων, με γενναία ενίσχυση του ΕΣΥ, με αυτόματη προκήρυξη των κενούμενων θέσεων λόγω συνταξιοδότησης ή αποχώρησης, με μονιμοποίηση των συμβασιούχων, με αναβάθμιση των μισθών και απλόχερο πλαίσιο κινήτρων προσέλκυσης γιατρών σε άγονες δομές και άγονες ειδικότητες. Όσο αυτό δεν γίνεται, το κύμα παραιτήσεων έμπειρων -αλλά και νεότερων- γιατρών θα αυξάνεται, η κρίση στελέχωσης θα επιδεινώνεται και η αποδιοργάνωση του ΕΣΥ κινδυνεύει να γίνει μη αναστρέψιμη. Η περιορισμένης έκτασης συμφωνία με τις ιδιωτικές κλινικές και μάλιστα με επιλογή των πιο ήπιων περιστατικών, δεν είναι λύση. Επίταξη συνολική των μεγάλων ιδιωτικών θεραπευτηρίων χρειάζεται και έμπρακτη συνδρομή στη νοσηλευτική φροντίδα που παρέχει το ΕΣΥ, και όχι επίταξη ελευθεροεπαγγελματιών γιατρών που δεν έχουν πρόσφατη νοσοκομειακή εμπειρία. Αυτοί μπορούν να αξιοποιηθούν οργανωμένα και προετοιμασμένα σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, με βάση ειδικά πρωτόκολλα διαχείρισης περιστατικών Covid. Σε κάθε περίπτωση, το σενάριο της πλήρους «κοβιντοποίησης» ενός ολόκληρου νοσοκομείου, όπως το Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας, θα είναι καταστροφικό για τη δημόσια περίθαλψη στην ευρύτερη περιοχή.
* Υπάρχει και το πρόβλημα των αναστολών εργασίας όσων υγειονομικών δεν έχουν εμβολιαστεί. Καθώς δεν έχουν αναπληρωθεί όσοι βρίσκονται σε αναστολή και συνεπώς λείπουν από το σύστημα σε «περίοδο πολέμου», θεωρείτε ότι πρέπει να επιστρέψουν;
- Εννοείται ότι πρέπει άμεσα να επιστρέψουν. Το ΕΣΥ δεν έχει την «πολυτέλεια» να στερείται αυτήν την περίοδο τις υπηρεσίες 6.500 έμπειρων εργαζομένων, οι οποίοι επειδή – προφανώς για τους λάθος λόγους – επιμένουν να μην εμβολιάζονται, έχουν καταδικαστεί στην ανέχεια και την αναξιοπρέπεια. Η στέρηση εργασίας και μισθού είναι μη αναλογικό και άδικο μέτρο, που πρέπει να παρθεί πίσω και να επανέλθουν με ενισχυμένα standards ασφαλείας, για την προστασία των ίδιων και των ασθενών. Άλλωστε, σήμερα στα νοσοκομεία-ΚΥ εργάζονται εκατοντάδες ανεμβολίαστοι υγειονομικοί που έχουν απαλλαγεί επίσημα από την υποχρέωση εμβολιασμού για λόγους υγείας, με 2 rapid test τη βδομάδα. Είναι επείγουσα ανάγκη Δημόσιας Υγείας να εκτονωθεί αυτή η κρίση και να αποκατασταθεί η στοιχειωδώς εύρυθμη λειτουργία των δομών υγείας. Γιατί ούτε εφεδρείες υπάρχουν, ούτε αναπλήρωση προέκυψε και κανένας δεν πρόκειται θα έρθει στο ΕΣΥ για 3 μήνες να «βάλει πλάτη» σε περίοδο «πολέμου».
* Εξαιτίας της έξαρσης της πανδημίας μιλάμε συνήθως για τις επιπτώσεις της. Ποιες εκτιμάτε όμως ότι είναι και οι επιπτώσεις στον γενικό πληθυσμό από τη (μη) διαχείριση των ασθενών με τις υπόλοιπες ασθένειες; Κάποιοι μιλούν ήδη για πανδημία των «καθαρών» ασθενών...
- Δυστυχώς η Κυβέρνηση έχει παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια δραστικής παρέμβασης στην πανδημική κρίση. «Μοιραία και άβουλη αντάμα», πραγματικά δεν κατανοώ σε τι ακριβώς ελπίζει. Με την πίεση στα νοσοκομεία και τη μονοθεματική σχεδόν λειτουργία τους, είναι θέμα χρόνου το ΕΣΥ να μην μπορεί να καλύψει βασικές υγειονομικές ανάγκες του πληθυσμού. Μόνο που αυτό έχει μετρήσιμο κόστος σε μη καλή ρύθμιση σοβαρών χρόνιων νοσημάτων, σε μη έγκαιρη διάγνωση καρκίνου, σε παραμελημένα περιστατικά που φτάνουν σε προχωρημένη κατάσταση στα ΤΕΠ των νοσοκομείων, σε αποτρέψιμους θανάτους. Το στοίχημα δεν είναι απλώς να νοσηλεύσει το ΕΣΥ τους ασθενείς με κορονοϊό, αλλά να αντιμετωπίσει την υγειονομική τραγωδία που είναι σε εξέλιξη και να εγγυηθεί τη στρατηγική της καθολικότητας, της ισότητας και της ποιότητας στη φροντίδα υγείας.