Ο Θεσσαλός πολιτικός στην κοινοβουλευτική του παρέμβαση υπογραμμίζει ότι «η ελληνική παρουσία στη Συρία μετρά χιλιάδες χρόνια, εκκινώντας ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους. Και στην πρόσφατη, όμως, ιστορική περίοδο, και κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρξε μετακίνηση και εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών, ιδίως από περιοχές της Μικράς Ασίας, όπως τη Σμύρνη, τον Τσεσμέ, την Καππαδοκία, λόγω των διώξεων που υπέστησαν από τους Οθωμανούς, τους Νεότουρκους και εν συνεχεία την κεμαλική Τουρκία. Για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των Ελληνόπουλων λειτούργησαν για δεκαετίες ελληνικά σχολεία, τα οποία λόγω και της μεγάλης αίγλης του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στη χώρα αυτή της Μέσης Ανατολής, προσέλκυαν και χριστιανούς μαθητές που δεν ήταν Έλληνες. Μάλιστα, πριν από την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου, στέλνονταν δάσκαλοι στη Συρία αποσπασμένοι από το Υπουργείο Παιδείας, επιφορτισμένοι με αυτό το εθνικά κρίσιμο έργο. Επιπλέον, υπήρξαν και πρωτοβουλίες ανέγερσης σχολείων με διδασκαλία στην ελληνική, όπως αυτό του Χαλεπίου, που θεμελίωσε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος.
Δυστυχώς, ο πρόσφατος εμφύλιος πόλεμος προκάλεσε τη μαζική φυγή μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού, που προσφυγοποιήθηκε βιαίως αναζητώντας καταφύγιο σε άλλες χώρες, αφήνοντας τις πατροπαράδοτες εστίες του. Η φυγή αυτή επηρέασε, εύλογα, και τους Έλληνες της Συρίας. Ωστόσο, τόσο στη Δαμασκό, όσο και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως είναι το Χαλέπι και η Λαττάκεια, εξακολουθούν να υφίστανται ελληνικές κοινότητες, οι οποίες αγωνιούν για τη συνέχιση της ελληνικής εκπαίδευσης των παιδιών τους και τη διατήρηση των ελληνικών παραδόσεων, όπως είχα την ευκαιρία να πληροφορηθώ από τον πρόεδρο της Ελληνικής Κοινότητας Δαμασκού κ. Χαμπίμπ (Αγάπιο) Σαλούμα, κατά τη διάρκεια ενημέρωσης που έτυχε η αντιπροσωπεία της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, στο περιθώριο των εργασιών του Διεθνούς Χριστιανικού Φόρουμ της Μόσχας (26-27.10).
Ο κ. Σαλούμα με πληροφόρησε, μάλιστα, ότι στο αίτημα της κοινότητας Δαμασκού, η οποία αριθμεί περίπου 500 μέλη, για απόσπαση εκπαιδευτικού που θα ήθελε να διδάξει στα Ελληνόπουλα τη γλώσσα τους, η απάντηση εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας ήταν ότι η διδασκαλία μπορεί να γίνεται μόνο διαδικτυακά.
Αντιλαμβανόμαστε, βεβαίως, τις δυσκολίες που μπορεί να έχει η απόσπαση ενός εκπαιδευτικού σε μια χώρα που έως πρόσφατα βρισκόταν σε συνθήκες πολέμου, ενώ κάποιες περιοχές της ακόμη βρίσκονται υπό ξένη κατοχή. Με δεδομένη, ωστόσο, την άκρως σημαντική για τα εθνικά μας συμφέροντα παρουσία της χώρας μας στη Συρία, στην οποία πλέον λειτουργεί επισήμως και πρεσβεία, αλλά και το χρέος της Ελλάδας να στηρίζει τις εκπαιδευτικές ανάγκες των Ελλήνων όπου γης, θα μπορούσε να επιδιωχθεί η ενδεικνυόμενη λύση, υπό την προϋπόθεση της εκδήλωσης ενδιαφέροντος εκπαιδευτικών για απόσπαση».