υποσχόμενος… εγγυημένες αποδοτικές επενδύσεις.
Το θύμα, επίσης Τρικαλινός επαγγελματίας, έχοντας εμπιστοσύνη στον φίλο του και κατηγορούμενο, ξεκίνησε πριν 10 χρόνια να του δίνει τμηματικά χρήματα, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει πίσω, όχι μόνο τα υποτιθέμενα κέρδη, αλλά ούτε καν το κεφάλαιο. Έτσι το 2013, όταν το θύμα ζήτησε πίσω το κεφάλαιο, ο κατηγορούμενος του έλεγε ένα σωρό δικαιολογίες. Δέχτηκε ωστόσο -σύμφωνα με πληροφορίες της «Ε»- να υπογράψει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνωρίζοντας το οφειλόμενο ποσό.
Συμφωνία που δεν τηρήθηκε ποτέ από την πλευρά του κατηγορουμένου με αποτέλεσμα, μετά από μήνυση του θύματος η υπόθεση να καταλήξει στις δικαστικές αίθουσες. «Έκτοτε» ρώτησε χθες η εισαγγελέας το θύμα «ο κατηγορούμενος δεν σας προσέγγισε ποτέ, δεν είχατε επικοινωνία, δεν σας πρότεινε να επιστρέψει τα χρήματα;».«Παραμονές της δίκης» απάντησε το θύμα μου «υποσχέθηκε ότι θα μου δίνει 500 ευρώ τον μήνα, αλλά δεν δέχτηκα».
Οι δύο Τρικαλινοί επαγγελματίες φαίνεται πως υπήρξαν αρκετά γνωστοί, όπως τόνισε χθες στην κατάθεσή της η σύζυγος του θύματος, σε βαθμό που «του έλεγε πως «εγώ σε έχω ως αδελφό»», προσθέτοντας ότι «έπεισε τον άντρα μου ότι έχει μια εταιρεία που θα του απέδιδε κέρδη». Εκδηλώνοντας μάλιστα ενδιαφέρον «και για μένα» αφού «έλεγε στον άνδρα μου θα σε βοηθήσω. Να ξεκουραστεί και η σύζυγός σου, που όλο εργάζεται» στην οικογενειακή επιχείρηση.
ΤΥΦΛΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ
Όπως μεταξύ άλλων σημειώνεται και στη μηνυτήρια αναφορά, το θύμα συμβουλευόταν τον κατηγορούμενο που φέρεται να έχει «μεγάλη οικονομική επιφάνεια» για την τοποθέτηση των χρημάτων του, με δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος ισχυριζόταν πως «έχει πραγματοποιήσει πολλές επιτυχημένες επενδύσεις έχοντας αποκομίσει σημαντικά κέρδη».
Το θύμα δελεάστηκε από «επενδύσεις» οι οποίες θα παρείχαν υποτίθεται «υψηλά ποσοστά κέρδους» έως και 24% και έτσι -στις αρχές του 2011- πείστηκε και εμπιστεύτηκε στον κατηγορούμενο αρχικά το ποσό των 40.000 ευρώ, όπως κατέθεσε χθες στο Δικαστήριο.
Οι επενδύσεις θα γινόταν μέσω κάποιας εταιρείας με «εξασφαλισμένη ετήσια απόδοση». Το θύμα διευκρίνισε στην κατάθεσή του χθες ότι ο κατηγορούμενος, το πρώτο διάστημα που του εμπιστεύτηκε τα χρήματά του, στο τέλος κάθε διμήνου του έδινε επιταγές με την εγγυημένη απόδοση όπως του είχε υποσχεθεί.
Έτσι κάμφθηκαν «και οι τελευταίες αμφιβολίες» του θύματος με αποτέλεσμα -όπως κατέθεσε χθες- να διαθέσει στον κατηγορούμενο το συνολικό ποσό των 170.000 ευρώ. Στα τέλη του 2012 και όταν ο Τρικαλινός επαγγελματίας χρειάστηκε πίσω το κεφάλαιο, ο κατηγορούμενος δεσμεύτηκε να του το επιστρέψει, αλλά σε λίγες ημέρες όπως δήλωσε.
Οι οποίες ημέρες περνούσαν αλλά ο κατηγορούμενος, όπως σημειώνεται και στη μήνυση «προέβαλε διαρκώς δικαιολογίες», «προέβαλε επαλλήλως διαφορετικές δικαιολογίες, μεταξύ των οποίων ότι τα χρήματα είχαν δήθεν δεσμευτεί από την Τράπεζα της Ελλάδος στη συνέχεια ότι δεσμεύτηκαν λόγω ελέγχου του πόθεν έσχες» κ.λπ. και πως θα του επεδείκνυε τα σχετικά έγγραφα για τους λόγους που προκαλούσαν την… καθυστέρηση στην επιστροφή των χρημάτων.
Οι δύο Τρικαλινοί επαγγελματίες, θύμα και δράστης, στις 14 Μαρτίου 2013 υπέγραψαν ένα μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος θα επέστρεφε (στις 30 Απριλίου 2013) το κεφάλαιο, αλλά και τμήμα της εγγυημένης απόδοσης για ένα δίμηνο.
Η ημερομηνία παρήλθε χωρίς να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα, με το θύμα να καταθέτει μήνυση για να εκδικαστεί τελικά χθες η υπόθεση από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Το θύμα απαντώντας σε ερωτήσεις του προέδρου και της εισαγγελέως για το αν ο κατηγορούμενος επικοινώνησε μαζί του, με δεδομένο ότι παρήλθαν και 8 χρόνια από την υπογραφή του συμφωνητικού, μετέφερε μια «απορία» του κατηγορουμένου που φέρεται να είπε «δηλαδή τώρα θα με κλείσεις φυλακή;». Ίσως για να σημειώσει τη σκωπτική διάθεση του κατηγορουμένου ή θεωρώντας ότι επειδή «είχαμε πολύ καλή σχέση», «δεν πίστευε ότι θα τον πάμε στα δικαστήρια».
Η εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου, με το Δικαστήριο να κηρύσσει τελικά ένοχο τον Τρικαλινό επαγγελματία (σ.σ. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε καν) για την κατηγορία της, ιδιαίτερα διακεκριμένης υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας άνω των 120.000 ευρώ από τον εντολοδόχο, επιβάλλοντας ερήμην ποινή κάθειρξης 7 ετών χωρίς ανασταλτικό χαρακτήρα.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ