«Νύχτα φριχτής αγωνίας. Την περνάμε όλοι ξάγρυπνοι. Η Λάρισα σιέται ολόκληρη. Οι Ούννοι εννοούν να μην αφήσουν τίποτε όρθιο. Και σαρώνουν τα πάντα. Περασμένα μεσάνυχτα και οι τρομακτικές εκκρήξεις συνεχίζονται. Οι πύρινες γλώσσες που υψώνονται από τα πυρπολούμενα κτίρια φωτίζουν την πόλι. Στις γωνιές των δρόμων προβάλουν πού και πού οι τελευταίοι Γερμανοί που είχαν μείνει για να βάλουν τις δυναμίτιδες. Κανείς όμως δεν ξέρει αν θα περάσουν και άλλοι. Κι αυτό είναι που μας κάνει να πνίγουμε την οργή μας και να λουφάζουμε. Κατά τις 2 με 2.30 δυό τρομοκρατικές εκκρήξεις τραντάζουν την πόλι. Ήταν οι τελευταίες που σάρωσαν την γέφυρα του “Αλκαζάρ”. Μια βδομάδα νωρίτερα τη γέφυρα αυτή την είχε τινάξει στον αέρα μια τολμηρή ομάδα ανταρτών. Οι Γερμανοί την ξανάφτιαξαν και κείνη την νύχτα την ξεθεμέλιωσαν κυριολεκτικώς μ’ ένα τεράστιο όγκο δυναμίτιδος. Ύστερα απ’ αυτή, μια δεύτερη μεγάλη έκκρηξι. Μ’ αυτήν σαρώθηκε η γέφυρα της Γιάννουλης. Ήταν η τελευταία. Αυτή θα έγινε περίπου στις 2.30’. Την ώρα ακριβώς εκείνη ένας καβαλλάρης περνούσε καλπάζοντας την οδό Βόλου. ένα παράθυρο απ’ ταντικρυνό σπήτι άνοιξε και ένα γυναικείο κεφάλι πρόβαλε δειλά.
- Τι γίνεται; ρώτησε. Έλληνας είσαι;
- Ναι, είμαι αντάρτης. Ξυπνήστε, οι Γερμανοί φύγαν. Είστε ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!
Με δραματική αγωνία παρακολούθησα αυτή τη στιχομυθία. Και όταν άκουσα την τελευταία λέξη άρπαξα το παλτό μου και πετάχτηκα στο δρόμο. Την ησυχία τάραζε μόνον ο καλπασμός του καβαλλάρη που είχε χαθή πάνω, προς τη Δημοτική αγορά. Ο κατηγορηματικός τόνος με τον οποίο τον άκουσα να μιλάη δεν μάφινε καμμιά αμφιβολία. Κατευθύνθηκα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, κι άρχισα να χτυπάω την καμπάνα. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν κι οι καμπάνες των άλλων εκκλησιών.
Το τι έγινε μετά τις πρώτες κωδωνοκρουσίες δεν περιγράφεται. Ο κόσμος πετάχτηκε από τα σπίτια τρελλός απ’ τη χαρά του, πλημμύρισε τους δρόμους και με δάκρυα στα μάτια άλλαζε φιλιά αναστάσεως. Τα παιδιά σχημάτισαν ομάδες και τραγουδούσαν τραγούδια αντάρτικα. Η πόλις ολόκληρη βούιζε. Κανείς δεν μιλούσε για τις τρομακτικές ζημιές που είχαν προκαλέση οι εκκρήξεις. Ό,τι πια περίμεναν ήταν οι αντάρτες. Οι γαλανόλευκες υψώθηκαν στις πόρτες. Και όταν άρχισε να ροδίζη η αυγή ολόκληρη η Λάρισα έπλεε μέσα σε ωκεανό εθνικών χρωμάτων. Την ίδια ώρα από το βάθος της οδού Βόλου φάνηκε μια ίλη ιππικού. Έρχονταν καλπάζοντας. Τα κορίτσια έστρωναν το δρόμο με λουλούδια και όλος ο κόσμος ξεσπούσε σε ζητωκραυγές.
- Ζήτω οι αντάρτες μας. Επικεφαλής της ίλης που πρώτη μπήκε στη Λάρισα ήταν ο Ίλαρχος Λεωνίδας Ράπτης. Αυτός υπήρξε και ο πρώτος της Φρούραρχος. Φορτωμένος αυτός και οι κοβαλαρρέοι του από άνθη έφτασε στην πλατεία, κατέλαβε τα Στρατιωτικά καταστήματα και εγκατέστησε φρουρές. Αμέσως κατόπιν έμπαιναν απ’ όλους τους δρόμους πυκνές ομάδες Καβαλλάρηδων της Ταξιαρχίας Ιππικού. Στις 8 το πρωί έφθασε και ο Διοικητής της Ταξιαρχίας Συν/χης κ. Κασσάνδρος με τον καπετάνιο της Μίμη Μπουκουβάλα και το επιτελείο των. Μαζύ των έφτασε και η περιφερειακή επιτροπή του ΕΑΜ. Η υποδοχή που έγινε ήταν απερίγραπτη. Ολόκληρη η οδός των Έξ ήταν πλημμυρισμένη από χιλιάδες κόσμο.
Από το μπαλκόνι της Εθνικής Τραπέζης μίλησαν στα συγκεντρωμένα πλήθη οι αρχηγοί της Ταξιαρχίας και του ΕΑΜ. Και μετά τις ομιλίες ο κόσμος γιόρτασε την απελευθέρωσί του με εκδηλώσεις απερίγραπτης χαράς.
Την ημέρα εκείνη η πολυδοκιμασμένη Λάρισα είχε ξεχάση τα πένθη της, τις λαχτάρες της, τα αίματα που έβαψαν τους δρόμους της και χαιρότανε τη λευτεριά της».