χρήση του άρθρου 303 του νεότερου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Νόμος 4620/2019) περί ποινικής διαπραγμάτευσης. Της διαδικασίας εκείνης όπου εισαγγελέας και κατηγορούμενος -με την προϋπόθεση της ομολογίας ενοχής- έρχονται σε διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της οποίας, μετά από αίτηση του κατηγορουμένου, ο εισαγγελέας προτείνει, μία συμφωνία για την ποινή και τον τρόπο έκτισής της και ο κατηγορούμενος μπορεί να την αποδεχτεί ή όχι.
Στην περίπτωση που οι δύο πλευρές συμφωνήσουν τότε η υπόθεση δεν φθάνει στο ακροατήριο, παρά μόνο για την τυπική επικύρωση του πρακτικού της συμφωνίας με δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση του 61χρονου, ομολογώντας την ενοχή του και δεσμευόμενος ενώπιον του Δικαστηρίου ότι θα εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις του (σ.σ. ειδάλλως η ποινή θα εκτελεστεί στο ακέραιο), το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας επικύρωσε το υπ’ αριθμόν 1/2021 πρακτικό ποινικής διαπραγμάτευσης. Αναλυτικότερα, το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας κήρυξε ένοχο τον 61χρονο για την πράξη της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση διά της μη απόδοσης ΦΠΑ (το ποσό του οποίου υπερβαίνει ανά διαδοχικό έτος τις 100.000 ευρώ) και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 38 μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς πέντε ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Το Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα του κατηγορουμένου περί δοσοποίησης της χρηματικής ποινής και χορήγησε προθεσμία εξόφλησης της χρηματικής ποινής σε 3 έτη σε 6 ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ
Όπως διευκρινίζουν νομικοί «γενέτειρα χώρα του θεσμού της διαπραγμάτευσης είναι οι ΗΠΑ, ενώ πλέον συναντάται και εφαρμόζεται στην πράξη και σε ευρωπαϊκές χώρες όπως στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία κ.ά. Στην Ελλάδα η ποινική διαπραγμάτευση προβλέπεται στο άρθρο 303 του ΚΠΔ όπου η παραδοχή της ενοχής είναι πάντα προϋπόθεση για την επίτευξη της οποιαδήποτε συμφωνίας, η οποία επικυρώνεται στο τέλος από το Δικαστήριο».
Με αφορμή την πρώτη συμφωνία μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου και την επακόλουθη δίκη στη Λάρισα, ο συνήγορος του 61χρονου σε δήλωσή του στην «Ε» σημειώνει πως «κατά την άποψή μου η εισαγωγή του συγκεκριμένου εναλλακτικού θεσμού περάτωσης της δίκης αποτελεί, κατά περίπτωση πάντα, ένα χρήσιμο εργαλείο για την επιτάχυνση της δίκης, εξυπηρετεί άμεσα τον σκοπό της εξοικονόμησης πόρων, της «απελευθέρωσης» του χρόνου εργασίας όλων των εμπλεκομένων μερών (αστυνομικοί, δικαστές, εισαγγελείς, μάρτυρες, δικηγόροι, διάδικοι) και της ευκολότερης διαχείρισης περίπλοκων και δυσαπόδεικτων υποθέσεων. Ταυτόχρονα, επιτυγχάνεται άμεσα η αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης, ως υπέρτερος σκοπός της ποινικής δίκης μέσω των αμοιβαίων κατά τη διαπραγμάτευση υποχωρήσεων τόσο από την πλευρά του κράτους όσο και από την πλευρά του κατηγορουμένου. Τα μειονεκτήματα του ανωτέρου θεσμού επικεντρώνονται κατά βάση στην ανέλεγκτη διακριτική ευχέρεια που απολαμβάνει ο εισαγγελέας κατά τις διαπραγματεύσεις (αποφασίζει για το ύψος της ποινής και τον τρόπο έκτισής της)».
Κατέληξε υπογραμμίζοντας ότι «την άποψη υπέρ της χρησιμότητας του ανωτέρου θεσμού φαίνεται να ακολουθεί και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο κρίνει τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης συμβατή με τα δικαιώματα που προστατεύει, εφόσον η συμμετοχή του ατόμου στη διαδικασία θεωρείται ελεύθερη, ηθελημένη και συνειδητή και εφόσον η δικαιότητα της διαδικασίας υπόκειται σε επαρκή δικαστικό έλεγχο».
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ