Αξιούπολης και Πολυκάστρου κ. Δημήτριος.
Με μακροσκελή επιστολή (την οποία κοινοποίησε και στην «Ε») προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδας Ιερώνυμο και τους αρχιερείς της Εκκλησίας, ο κ. Δημήτριος, αφού στην εισαγωγή του αναφέρει ότι «ἡ ἁγιωσύνη τῶν Ἁγίων εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ καί μέθεξη τῶν ἁγιαζομένων ἀνθρώπων δέν εἶναι ἐπιτήδευμα τῶν ἀνθρώπων προσθετικό στά τοῦ Θεοῦ», παραθέτει τα γεγονότα της επίμαχης περιόδου κατά την οποία κορυφώθηκε η εκκλησιαστική, νομική και τελικά και κοινωνική διένεξη στην πόλη της Λάρισας και όχι μόνο, για να καταλήξει: «Ἡ παρέμβασή μου σέ ἕνα καί μόνο ἀποβλέπει: νά μήν προτρέχουμε τοῦ Θεοῦ, νά μήν τρέχουμε ἐρήμην τοῦ Θεοῦ, μέ κίνητρα κυμαινόμενα μεταξύ συναισθηματικοῦ οἴκτου καί παρορμητικῆς εὐλάβειας. Διότι τότε προκαλοῦμε καί στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα (στόν κλῆρο καί στό λαό) ἐπικίνδυνη ἐναπομείωση κριτηρίων περί τόν ὁλοτελή συνεκκλησιασμό, περί τήν ἐγχριστωμένη σωτηρία καί τήν θεοφόρο τελείωση, περί τήν ἑνότητα πρός τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ δέ ἔκπτωση τῶν πατροπαράδοτων ἐμπειρικῶν κριτηρίων τῆς σωτηρίας σέ συναισθηματισμό καί τῆς ἁγιωσύνης σέ εὐλαβίζοντα φορμαλισμό συνιστᾶ κάθε ἄλλο παρά πλειοδοσία Ὀρθοδοξίας».
Η επιστολή, που φέρει την υπογραφή «Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριου, ὁ ἀπό Λαρίσης και Τυρνάβου», είναι βέβαιο ότι θα αναζωπυρώσει μια αντιπαράθεση εκκλησιαστικών -τουλάχιστον- κύκλων της Λάρισας, η οποία μπορεί να σίγασε, αλλά δεν ξεχάστηκε. Η αφορμή πάντως δόθηκε νωρίτερα με την πρόταση του μητροπολίτη Δράμας...
«ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΤΟΥ ΖΩΙΤΑΚΗ»
Στην επιστολή του ο κ. Δημήτριος αναφέρεται στα «Λαρισαϊκά του 1989-1991». Αφού παρατηρεί ότι «ο μακαριστός Θεολόγος, τό Μάιο τοῦ 1967, ἦρθε δεύτερος μέ 6 ψήφους, ἀλλά προτιμήθηκε ἀπό τόν Ἀντιβασιλέα Γ. Ζωιτάκη γιά τή Λάρισα», σημειώνει ότι «κατά καιρούς, διαφημιζόταν ἀπό γνωστούς κύκλους “ὡς ἐν ζωῇ δεύτερος ἅγιος Νεκτάριος”, λόγῳ τῆς φυσικῆς του πραΰτητος, τήν ὁποία ὅμως οὐδόλως θέλησε νά ἐπιστρατεύσει πρός τό τέλος τοῦ βίου του τό 1990, πραϋνόμενος εἰς δόξαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί πραΰνων τούς φανατικούς ὑποστηρικτές του στό ἄθλημα τῆς ταπεινώσεως, τῆς ὑπακοῆς, τῆς ἑνότητος».
Και εξηγεί αναφέροντας μια σειρά γεγονότων (του 1989) αλλά και δημοσιευμάτων -κυρίως και πρωτίστως της εφημερίδας «Ελευθερία»-, από τα οποία προκύπτει ότι «κατά βάθος, στό ὑποσυνείδητο, ἄν ὄχι καί στό συνειδητό, ἐπιπόλαζε ἡ συναίσθηση τοῦ τρόπου Ἐπισκοποιήσεώς του (σ.σ.: εννοεί τον Θεολόγο). Δέν ἀποκλείεται νά ἀποζητοῦσε κάποια στιγμή κι ἐκεῖνος τήν ἀποκατάστασή του ἀπό τήν Ἱεραρχία, ὡς κατ᾽ οὐσίαν μηδέποτε ἐκλεγείς, ἀλλά διορισθείς ἀπό τόν ἀντιβασιλέα Ζωιτάκη».
» Στις 13.10.1989 ἐννέα Λαρισαῖοι ὑποστηρικτές τοῦ Μητροπολίτου Θεολόγου κατέθεσαν στό ΣτΕ αἴτηση ἀκυρώσεως τῆς ἐκλογῆς μου. Ὁ δέ Συνιεράρχης προσέφυγε στίς 12.1.1990 στό ΣτΕ κατά τοῦ Π.Δ. καταστάσεώς μου. Ἡ προσφυγή του γιά ἀκυρωτική προσβολή τοῦ Π.Δ. ἀναγνωρίσεως τῆς ἐκλογῆς μου ἀποδεικνύεται τουλάχιστον ὡς ἠθική ἀνακολουθία, γιά ἕναν Ἐπίσκοπο χαμηλῶν τόνων καί φαινομένης ἐξωτερικῆς ταπεινῆς πραΰτητος. Ὁ μακαριστός παρέμεινε μέχρι τέλους ἡ “σημαία” τῆς ὀχλοκρατικῆς συσπείρωσης τῆς μικρότατης μερίδος, μέ ἔξαρση φανατισμοῦ σέ διάρκεια χρόνου, πού προκαλοῦσε ψευδαίσθηση δῆθεν ἔκτασης τοῦ προβλήματος ἐπί μακρόν καί σέ ὅλες τίς ἡμέρες τοῦ μακαριστοῦ Λαρίσης Ἰγνατίου.
»Ἡ προσφυγή του στό ΣτΕ κατά τοῦ Π.Δ. τῆς ἀναγνωρίσεώς μου τό 1989, ἡ αὐτεπάγγελτη ἐγκατάστασή του στό Στόμιο μετά 15ετία ἀπουσίας τό 1990, ἡ αὐτοπρόσωπη προσφυγή του στήν Εἰσαγγελία Λάρισας γιά τήν ἄμεση ἐκδίωξή μου ἀπό τό Ἐπισκοπεῖο μέ στόχο τή δική του αὐτεπάγγελτη εἰσβολή, οἱ ἐπιλεγμένες λειτουργίες-χοροστασίες του στή Μητρόπολη, ἡ δικαίωση τῆς πολύμηνης πρακτικῆς τῶν ὀπαδῶν του: ὅλα αὐτά ἐρήμην τῆς Συνοδικῆς ἀποφάνσεως περί τῶν πρακτέων πρός αὐτόν τε καί ἐμέ, πόσο δικαιώνουν ἐκεῖνες τίς ἀρχικές δημόσιες δηλώσεις του καί τίς ἔμμεσες δι᾽ Ἀρχιερέων διαβεβαιώσεις του πρός τήν Ἱεραρχία;
»Πόσο ἀλήθευε καί πότε ἀλήθευε ὁ μακαριστός Ἱεράρχης;Ὅταν αὐτενεργοῦσε, μηδόλως ὑπήκοος στό ὁποιοδήποτε Συνοδικό κέλευσμα; Ὅταν κατέφασκε μιάν ἰδιογνώμονα διοίκηση γιά τή Λάρισα, μέ μόνη τήν νομιμοποίηση τοῦ ΣτΕ; Ἐρήμην καί τῆς Συνόδου καί τοῦ ἐκλεγέντος Συνεπισκόπου του στήν κανονική ἐκλογή τοῦ 1989, ὄντος καί αὐτοῦ συνυποψηφίου ἐπί τῆς Ἱεραρχίας ἀλλά μή ἐκλεγέντος...».
Ο κ. Δημήτριος παραθέτει στη συνέχεια τα της εκλογής και της ακυρώσεώς της Πράξης αυτής από το ΣτΕ, αναφέρεται στα διαδραματιζόμενα της εποχής εκείνης και σημειώνει: «... ὁλοκάθαρα ἡ τοπική κοινή γνώμη καταλόγιζε στούς ὑποστηρικτές του (σ.σ.: Θεολόγου) ἄμεσα καί στόν ἴδιο ἔμμεσα τήν ἐνώπιον ἀνθρώπων (καί τοῦ Θεοῦ βεβαίως) εὐθύνη γιά τίς μεθόδους πεζοδρομίου. Μήπως εἶναι καί αὐτό προσόν ἁγιωσύνης, καί δέν τό γνωρίζαμε μέχρι σήμερα; Ἄν ναί, τότε θά πρέπει νά ξαναδιαβάσουμε μέ ἄλλα γυαλιά τίς πρός Κορινθίους ἐπιστολές καί τήν Καινή Διαθήκη, ὥστε νά ἐξαγάγουμε ὡς ἁγιότητα, ὡς ἀγάπη, ὡς θεία ὑπακοή συμπιλήματα ὀπαδολογίας».
ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΟΥ ΑΠΕΡΡΙΦΘΗ
Στη συνέχεια επισημαίνει πρόταση που είχε καταθέσει όταν δημοσιεύτηκαν οι ακυρωτικές αποφάσεις, σύμφωνα με την οποία «μέ δημόσια δήλωση-ἔκκλησή μου εἶχα προτείνει νά ἀναλάβω τήν ἐπαρχία Τυρνάβου μέ 74 ενορίες (τό δυτικό τμῆμα), καί ἐκεῖνος νά ἀνελάμβανε τήν ὑπόλοιπη ἐπαρχία, μέ ἕδρα τήν Λάρισα καί 104 ἐνορίες στό ἀνατολικό τμῆμα. Τό αἴτημα τό εἶχα διαβιβάσει και στή Σύνοδο. Ὅμως, ἐκεῖνος ἐπίσης δημόσια ἀπέρριψε τήν πρότασή μου καί δήλωνε πώς “δέν ἔδινε οὔτε σπιθαμή γῆς”, καταλογίζοντας σέ μένα δόλο! Εἶναι γνωστά τά ἀνθρώπινα ἀπό τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἀκόμη καί στό εὐρύ πεδίο τῆς μακρᾶς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ἡ ὅλη ὅμως στάση δέν συνεπάγεται κάποιου εἴδους “νομιμοποίηση” στήν ἁγιωσύνη (τό λέγω, μέ πόνο περιφέρων τούτη τή θεία λέξη στή διαλεκτική τῆς ἀμφοτέρωθεν ταλαιπωρίας)», επισημαίνει ο κ. Δημήτριος και καταλήγει:
«Μιά διαδικασία ἐτῶν καί ἐτῶν, πεζοδρομιακοῦ ἤ μᾶλλον γηπεδικοῦ λαϊκισμοῦ, ὡς πρός τί ἀμνηστεύεται; Ὡς δικαιωματική αὐτενέργεια ἐλαχίστων ἀναλογικά μερίδων τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος; Ὡς αὐτο-ταυτοποίηση πλεονεκτικῆς ἐκκλησιαστικότητος ὑπέρ τήν θεσμική Ἐκκλησία καί ὑπέρ τό ὑπόλοιπο ἐκκλησιαστικό σῶμα;».