Ευαγγελία Λιακούλη.
Συγκεκριμένα, στην ερώτησή της, η κ. Λιακούλη επισημαίνει τα εξής:
«Στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, με απόφαση του διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου Βόλου, ανατέθηκαν καθήκοντα αναπληρώτριας προϊσταμένης Νοσηλευτικού Τομέα στην κ. Τσιώμου Γαρυφαλλιά, η οποία όχι μόνο κατέχει τα απαραίτητα προσόντα, αλλά έχει διακριθεί για το έργο της στον χώρο της νοσηλευτικής και σε όλα τα τμήματα που υπηρέτησε μέχρι σήμερα. Η πανελλήνια βράβευσή της για την οργάνωση δύο σημαντικών τμημάτων του Νοσοκομείου και η επιτυχημένη θητεία της σε όργανα Διοίκησης του Νοσοκομείου, πιστοποιούν τις ικανότητες και δυνατότητές της. Η καταλληλότητά της για τη συγκεκριμένη θέση αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ήταν μία εκ των ελαχίστων προϊσταμένων του Νοσοκομείου Βόλου, που είχαν κριθεί θετικά για θέση προϊσταμένου κατά τη διάρκεια των τελευταίων κρίσεων του 2011.
Ωστόσο, την 28η του ίδιου μήνα, 14 μόλις ημέρες αργότερα από την καθ’ όλα δίκαιη τοποθέτηση της κ. Τσιώμου στη συγκεκριμένη θέση, ο Διοικητής του νοσοκομείου ανακάλεσε την απόφαση τοποθέτησής της, επικαλούμενος «την αδήριτη ανάγκη της διασφάλισης των αρχών της νομιμότητας».
Προφανώς …διέφυγε κατά την τοποθέτηση της συγκεκριμένης εργαζόμενης, ότι αυτή τυγχάνει να είναι γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής του Κινήματος Αλλαγής Ν. Μαγνησίας!
Μόλις, συνδικαλιστές και λοιποί παροικούντες, έθεσαν υπ’ όψιν των αρμοδίων αυτή την ιδιότητά της, προέκυψε η …. «αδήριτη ανάγκη διασφάλισης της νομιμότητας».
Βεβαίως, η κ. Τσιώμου, δεν έχει παρανομήσει ποτέ, σε κανένα επίπεδο, για να χρειάζεται η …προάσπιση της νομιμότητας, παρά μόνο εμφορείται από τις ιδέες και τις απόψεις του Κινήματος Αλλαγής και προφανώς αυτό συνιστά απαγορευτική περίσταση αναβάθμισης και αξιοποίησής της!
Αυτή όμως η απόφαση και η πρακτική της διοίκησης, περαιτέρω δε η διαχείριση μιας εργαζόμενης και της κατάφωρης προσβολής της προσωπικότητάς της, παραπέμπει στα «κοινωνικά φρονήματα» της σκοτεινής πολιτικής περιόδου της χώρας και δεν μπορούν να είναι ανεκτές σε ένα ευνομούμενο, δημοκρατικό κράτος.
Ζητώ την άμεση επέμβαση των υπουργών Εσωτερικών και Υγείας για τη σε βάθος έρευνα του θέματος, καθώς και την ανάκληση της απόφασης αυτής, που η αιτιολογία της είναι τουλάχιστον προκλητική για τη Δημοκρατία μας».