τρεις γυναίκες από τη Νέα Κίο Αργολίδας που καταδικάστηκαν για απάτη. Μαζί τους καταδικάστηκαν άλλοι 22 συγκατηγορούμενοι Ρομά, οι οποίοι δεν οδηγήθηκαν (ακόμη) στη φυλακή, καθώς απουσίαζαν από την ακροαματική διαδικασία με εξαίρεση ελαχίστους οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους συνηγόρους τους.
Όλοι οι κατηγορούμενοι, που «είχαν σχέσεις συγγενικές ή φιλικές σχέσεις μεταξύ τους» όπως σημείωσε και στην αγόρευσή της η εισαγγελέας της έδρας, εμπλέκονται -σύμφωνα και με την πολύμηνη έρευνα του Αστυνομικού Τμήματος Ελασσόνας- σε απάτες με θύματα δεκάδες πολίτες από όλη τη χώρα, αρκετοί εκ των οποίων ταξίδεψαν στη Λάρισα προκειμένου να καταθέσουν στο δικαστήριο.
Απάτες που στήθηκαν στις προσφορές διαφόρων μηχανημάτων (μέσω γνωστής ιστοσελίδας) με… δελεαστικές προσφορές οι οποίες στην πραγματικότητα αποτελούσαν την παγίδα των υποψηφίων θυμάτων. Τουλάχιστον 60 πολίτες από τον νομό Λάρισας, τη Σαντορίνη, το Ρέθυμνο, την Καλαμάτα, την Κω, τα Γιάννενα, την Αθήνα, το Καρπενήσι, τη Σάμο, την Άρτα κ.ά., εξαπατήθηκαν τη διετία 2015 - 2017 από την πολυάριθμη ομάδα των δραστών με αποτέλεσμα να χάσουν περισσότερες από 85.000 ευρώ.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας καταδίκασε και τους 25 κατηγορούμενους, το σύνολο δηλαδή των δραστών, σε 5 χρόνια φυλάκιση (σ.σ. από τα 3 έτη φυλάκισης που πρότεινε η εισαγγελέας) επιβάλλοντας επίσης χρηματική ποινή 1.500 ευρώ στον καθένα, ενώ κατά πλειοψηφία το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης η έφεση να μην έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, όπως και να μην μετατραπεί η ποινή με αποτέλεσμα οι τρεις γυναίκες που παρέστησαν στη δίκη να οδηγηθούν στη Φυλακή.ΠΡΟΣΦΟΡΑ
Σύμφωνα με την έρευνα του Α.Τ. Ελασσόνας, οι δράστες εξαπατούσαν τα θύματά τους με υποτιθέμενες πωλήσεις αυτοκινήτων, δικύκλων, μηχανημάτων έργων, γεωργικών ελκυστήρων και άλλων οχημάτων, μέσω αγγελιών σε γνωστή ιστοσελίδα αγοραπωλησίας οχημάτων, ανταλλακτικών κ.λπ., αλλά και στο ατομικό προφίλ, μέσου κοινωνικής δικτύωσης (facebook) σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές.
Ο δράστης επικοινωνούσε με το υποψήφιο θύμα και εκδήλωνε ενδιαφέρον για την αγορά ή την πώληση ανάλογα, του οχήματος. Η δελεαστική τιμή κινούσε το ενδιαφέρον, ο δράστης ζητούσε προκαταβολή και συνήθως επανερχόταν ζητώντας και άλλο μικρότερο χρηματικό ποσό για την επίλυση δήθεν προβλήματος που ανέκυψε εκτάκτως.
Για την οριστικοποίηση της συμφωνίας τα θύματα συνήθως κατέθεταν την προκαταβολή, είτε μέσω εμβασμάτων σε καταστήματα μεταφοράς χρημάτων (Western Union) ή ταχυδρομικών επιταγών σε διάφορα ταχυδρομεία. Τα χρήματα της προκαταβολής τα λάμβανε κάποιος εκ των δραστών και τα κατέθετε σε λογαριασμούς άλλων δραστών.
Όταν το θύμα διαπίστωνε την καθυστέρηση στην παραλαβή του συμφωνηθέντος οχήματος, τότε ο αρχικός δράστης παρέπεμπε σε άλλο συνεργό του, τον οποίο σύστηνε ως οδηγό του φορτηγού που θα μετέφερε το όχημα ή ως εκπρόσωπο της μεταφορικής που είχε αναλάβει τη μεταφορά.
Τις επόμενες ημέρες ωστόσο, το θύμα μάταια καλούσε τηλεφωνικά τον αρχικό δράστη ο οποίος με την είσπραξη των χρημάτων της προκαταβολής, διέκοπτε την επικοινωνία και παράλληλα, είτε «κατέβαζε» τη σχετική αγγελία από την ιστοσελίδα, είτε στην ίδια αγγελία εμφανιζόταν νέος αριθμός τηλεφωνικής σύνδεσης.
Σε όσες περιπτώσεις το θύμα, προκειμένου να μη χάσει τα χρήματά του επέμενε να τηλεφωνεί στον νέο αριθμό, τότε απαντούσε άλλος δράστης δηλώνοντας ότι αγνοούσε την προηγηθείσα συμφωνία. Η υπόθεση ερευνήθηκε από αστυνομικούς του Α.Τ. Ελασσόνας, καθώς κάτοικοι της περιοχής κατήγγειλαν πρώτοι την εξαπάτησή τους, ενώ καταθέτοντας προχθές στο δικαστήριο περιέγραψαν αναλυτικά τον τρόπο δράσης. «Βρήκα στην αγγελία ένα Κλαρκ και το θεώρησα ευκαιρία» τόνισε κάτοικος της Ελασσόνας που εξαπατήθηκε από τους δράστες. Για να προσθέσει πως «από την αξία των 2.500 ευρώ, ο δράστης μου ζήτησε 1.000 ευρώ προκαταβολή τα οποία κατέθεσα.
Μετά μου ζήτησε άλλα 500 ευρώ μέσω εταιρείας. Μετά που άρχισα να του τηλεφωνώ μου έλεγε δικαιολογίες ότι «να τώρα το φορτώνουμε», «έρχεται είναι στον δρόμο», «πάρε τον αδελφό μου τον οδηγό του φορτηγού που το φέρνει».
Άλλος πολίτης, ένας μηχανικός από την Καβάλα, θέλησε να αγοράσει -όπως κατέθεσε στο δικαστήριο- «ένα φθηνό ΙΧ το οποίο είχε βλάβη στον κινητήρα». Ένας εκ των δραστών επικοινώνησε μαζί του προτείνοντας τελικά μια τιμή στην οποία συμφώνησαν και του ζήτησε προκαταβολή 3.500 ευρώ. «Στη συνέχεια με διάφορες προφάσεις μού ζήτησε άλλες 2.000 για να του καταθέσω μόνο 1.000 ευρώ και αυτά με χρονοκαθυστέρηση».
«Τηλεφωνούσα στη μεταφορική και μου έλεγαν ότι ξεκίνησε, μετά ότι έπαθε βλάβη, μετά περιμένουν την οδική βοήθεια και ένα σωρό δικαιολογίες. Όταν κατάλαβα ότι πρόκειται για απάτη τον τηλεφώνησαν ξανά και τον ρώτησε γιατί το έκανες σε εμένα. Μου απάντησε ότι δεν είχε κάτι μαζί μου, αλλά όπως μου είπε «έχω ανάγκη τα χρήματα γιατί έχω παιδί άρρωστο». Δεν μου πήραν τα χρήματα γιατί τα είχα με χρονοκαθυστέρηση. Όμως ούτε εγώ τα έχω πάρει ακόμη από την τράπεζα γιατί είναι δεσμευμένα μέχρι να ολοκληρωθεί η υπόθεση» είπε ολοκληρώνοντας την κατάθεσή του ο μάρτυρας. Υπάρχουν αρκετοί ακόμα μάρτυρες από διάφορες περιοχές της χώρας, οι οποίοι εξιστορούν στις καταθέσεις τους πως έπεσαν θύματα των απατεώνων.
«ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ»
«Μου ζήτησαν να κάνω μια εξυπηρέτηση» τόνισε απολογούμενη μία τις από τις τρεις κατηγορούμενες γυναίκες που βρέθηκαν προχθές στο Δικαστήριο. «Μου είπαν» πρόσθεσε αναφερόμενη στους απόντες συγκατηγορούμενους «να τους δώσω την κάρτα του λογαριασμού, δεν ξέρω όμως γιατί, για μια εξυπηρέτηση μου είπαν».
Κάθε κατηγορία αρνήθηκε και η δεύτερη κατηγορούμενη τονίζοντας ότι «δεν έχω δώσει ποτέ δικαιώματα, δεν έδωσα ποτέ τον λογαριασμό μου».
«Δεν ξέρω κανένα από τους κατηγορούμενους» ισχυρίστηκε η τρίτη γυναίκα λέγοντας ότι «ήρθε ένας δικός μας στη Νέα Κίο και μου ζήτησε τον λογαριασμό μου για να βγάλουμε δάνειο, που ήθελα και εγώ».
Σύμφωνα με τη δικογραφία, άλλος εκ των δραστών, ως δικαιούχος έκανε την ανάληψη των χρημάτων των θυμάτων και άλλος τα κατέθεσε σε διαφορετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς, σαν αυτούς των τριών κατηγορουμένων γυναικών.
«Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε η εξαπάτηση των ανυποψίαστων παθόντων» τόνισε στην αγόρευσή της η εισαγγελέας της έδρας αναλύοντας τη μεθοδολογία των δραστών. Σημείωσε επίσης πως «όλοι οι κατηγορούμενοι είχαν σχέσεις συγγενικές ή φιλικές μεταξύ τους. Άλλοι ως πωλητές, άλλοι ως οδηγοί, άλλοι ως δικαιούχοι τραπεζικών λογαριασμών, άλλοι έκαναν τις αναλήψεις, όλοι τελούσαν σε συμφωνίες μεταξύ τους» κατέληξε η εισαγγελέας προτείνοντας την ενοχή όλων των κατηγορουμένων για την πράξη της απάτης και την αθώωση των κατηγορουμένων για την πράξη της συμμορίας.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας κήρυξε τελικά ένοχους και τους 25 δράστες επιβάλλοντας σε όλους, κατά πλειοψηφία, ποινή φυλάκισης 5 ετών και χρηματική ποινή 1.500 ευρώ, ενώ κατά πλειοψηφία αποφασίστηκε επίσης η ποινή να μην είναι μετατρέψιμη, αλλά κυρίως να μην έχει ανασταλτικό χαρακτήρα. Με αποτέλεσμα οι τρεις παρευρισκόμενες κατηγορούμενες γυναίκες να οδηγηθούν στη Φυλακή.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ