Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι αναμενόμενες επιπτώσεις της πανδημίας στους γάμους και τη γαμηλιότητα την τετραετία 2020-2023 στη χώρα μας θα είναι σημαντικές.
Ειδικότερα:
Ι) Τόσο το σύνολο των γάμων όσο και αυτό των πρώτων γάμων θα επηρεαστεί καταρχάς από την κατακόρυφη πτώση των ενώσεων που τελούνται στη χώρα μας από τους μη μόνιμους κάτοικους της (κυρίως αλλοδαπούς), που έρχονται για «γαμήλιο» τουρισμό (10-11% του συνόλου). Το πλήθος των ενώσεων αυτών θα είναι πιθανότατα το 2020-2023 κατά 40% μειωμένο σε σχέση με αυτό της τετραετίας 2016-2019. Αυτό προφανώς θα στερήσει από σημαντικά έσοδα όσες περιοχές της χώρας μας (π.χ. Ρόδο, Σαντορίνη, Κέρκυρα, Ζάκυνθο) επωφελούνται οικονομικά από την ιδιότυπη αυτή μορφή τουρισμού.
Ιι) Οι γάμοι (σύνολο και πρώτοι) των γυναικών που διαμένουν μόνιμα στη χώρα μας και που μειώνονται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες, θα συρρικνωθούν επίσης σημαντικά το 2020 και το 2021 (τουλάχιστον κατά 30% σε σχέση με τη διετία 2016-2017), παρόλη την αναμενόμενη αύξησή τους το τελευταίο τετράμηνο του 2021. Η αύξηση αυτή που θα συνεχιστεί και το 2022, θα συνοδευτεί και από την αύξηση της μέσης ηλικίας στον πρώτο γάμο που ήταν ήδη, και προ της πανδημίας, υψηλή (πάνω από τα 30,0 έτη το 2019). Η απόκτηση όμως παιδιού στη χώρα μας είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον γάμο (μόλις το 12% μόνον των γεννήσεων προέρχεται από άλλου τύπου συμβιώσεις έναντι του 42% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.) και το πρώτο παιδί αποκτάται σε λιγότερο από ένα έτος μετά τον γάμο. Η σημαντική επομένως μείωση των πρώτων γάμων το 2020 και 2021 θα επηρεάσει και τις πρώτες γεννήσεις το 2021 και 2022 και, στη συνέχεια, εν μέρει, και τις γεννήσεις των υπολοίπων παιδιών, καθώς η αύξηση της μέσης ηλικίας των γυναικών δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια στην τεκνοποίηση.
Οι ερευνητές αναφέρουν ειδικότερα ότι στη χώρα μας, το σύνολο των γάμων ακολουθεί πτωτική πορεία καθώς από 334 χιλ. την τετραετία 1956-1959, μειώθηκε στους 272 χιλ. το 1980-1983 και στους 217 χιλ. το 2016-2119. Το σύνολο αυτό περιλαμβάνει τόσο τους γάμους των γυναικών που παντρεύονται για πρώτη φορά («πρώτοι γάμοι») όσο και αυτούς των διαζευγμένων και χήρων που ξαναπαντρεύονται. Περιλαμβάνει όμως από το 1980-1983 και τους γάμους όσων δεν διαμένουν στην Ελλάδα, αλλά έρχονται για να παντρεύουν σε αυτήν. Οι γάμοι αυτοί αυξάνονται ταχύτατα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες: Ενώ δεν ξεπερνούσαν το 3,0% του συνόλου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αποτελούν το 4,7% την τετραετία 2000-2003, το 6,2% το 2008-2011 και το 10,7% την τελευταία τετραετία (2016-2019). Αν όμως δεν λάβουμε υπόψη τους γάμους αυτούς και περιοριστούμε στους γάμους των κατοίκων της χώρα μας, θα διαπιστώσουμε ότι αυτοί μειώνονται με πολύ εντονότερους ρυθμούς, καθώς από 268 χιλ. το 1980-1983 περιορίστηκαν στους 174 χιλ. το 2016-2019 (μείωση κατά 35%).
Ο καθ. Βύρων Κοτζαμάνης αναφέρει τέλος συνοψίζοντας τις προϋπάρχουσες τάσεις και τις πρόσφατες εξελίξεις ότι «η επιδείνωση του ήδη μη ιδιαίτερα ευνοϊκού περιβάλλοντος για τη σύναψη μιας θεσμικά κατοχυρωμένης ένωσης στη χώρα μας (λόγω του κορονοϊού και της πρότερης οικονομικής κρίσης), σε συνδυασμό με τις προυπάρχουσες τάσεις στις νεότερες γενεές για μη «δέσμευση», θα οδηγήσει και στην αύξηση των αγάμων στις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1985.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα ισχυρή ακόμη σχέση γάμου – απόκτησης παιδιού στην Ελλάδα, αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τις γεννήσεις, όχι μόνον τη διετία 2021-2022, αλλά και μεσοπρόθεσμα. Οι γεννήσεις αυτές που είναι ήδη περιορισμένες σήμερα (84 χιλ. το 2019-2020 έναντι 100 χιλ. τη δεκαετία του ‘90 και 145 χιλ. τη δεκαετία του ‘70) θα περιοριστούν, και για τον λόγο αυτόν, πιθανότατα, σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα την επόμενη δεκαετία».