χρόνια πίσω, θα βρεθούμε στο 1911, έτος που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη του Έντουαρτ Ρίχτερ μέχρι να κλείσει τα μάτια του.
Ο Γερμανός μηχανικός - βιολόγος, φυσιοδίφης και ορειβάτης έπεσε θύμα απαγωγής, από Έλληνες ληστές στην περιοχή του Ολύμπου, κοντά στο χωριό Κοκκινοπηλός, προσπαθούσε διαρκώς να κατακτήσει την κορυφή του βουνού, αλλά αποτύχαινε. Τελευταία του προσπάθεια έγινε τέτοιες ημέρες πριν από 110 χρόνια και ο ιστορικός ερευνητής Νίκος Τάχατος ανέλαβε να ξετυλίξει το κουβάρι της υπόθεσης για λογαριασμό της «Ε».
Ανοίγει τις σημειώσεις του και διαβάζει πως: «Στις 20 Μαΐου 1911 ο Ρίχτερ φτάνει στη Θεσσαλονίκη και στην Κατερίνη τού δίνονται ως συνοδεία και προστασία 4 χωροφύλακες και πηγαίνει στον Κοκκινοπηλό, όπου και φιλοξενείται από τον φίλο του Γιάννη Μαρωνίδη.
Στις 27 Μαΐου ο Ρίχτερ ξεκινάει το πρωί, με συνοδεία δύο Τούρκων χωροφυλάκων και δύο χωρικών ως βοηθοί, από τον Κοκκινοπηλό για μια εξερεύνηση της περιοχής. Αργά το απόγευμα και ενώ επέστρεφαν στο χωριό σταματούν για νερό σε μια βρύση. Ξαφνικά ακούγονται δύο πυροβολισμοί και οι Τούρκοι χωροφύλακες πέφτουν νεκροί. Μέσα από τα δέντρα ξεπετάγονται έξι ληστές που ακινητοποιούν τον Ρίχτερ και τους χωρικούς.
Οι ληστές αφήνουν ελεύθερους τους χωρικούς και παίρνοντας μαζί τους τον Γερμανό εξερευνητή χάνονται στα δύσβατα μέρη του Ολύμπου. Ο ληστής Λιόλιος στέλνει επιστολή γραμμένη στα ελληνικά στον Έλληνα πρόξενο της Ελασσόνας, ο οποίος και ειδοποιεί τις τουρκικές αρχές που αρχίζουν αμέσως αναζητήσεις. Σύντομα όλη η περιοχή των ελληνοτουρκικών συνόρων στην περιοχή της «Μελούνας» γεμίζει Τούρκους στρατιώτες».
Πώς αντιμετωπίστηκε τότε η εν λόγω υπόθεση, ρωτάμε τον κ. Νίκο Τάχατο και απαντάει πως: «Η υπόθεση έλαβε γρήγορα διεθνείς διαστάσεις. Η Γερμανία απαίτησε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία την άμεση εύρεση και απελευθέρωση του υπηκόου της. Οι ελληνικές εφημερίδες αναφέρονταν εκτενώς στο συμβάν, γράφοντας συνεχώς για την ανικανότητα των τουρκικών αρχών να βρουν τους ληστές».
Είναι χαρακτηριστικό, τονίζει ο κ. Τάχατος, πως ο ίδιος ο Ρίχτερ χρόνια αργότερα έγραψε ένα βιβλίο: «Πιστεύω πως οι ληστές ενεργούσαν για λογαριασμό τρίτου προσώπου που συνδεόταν αμέσως με πολιτικές και διπλωματικές Αρχές της Θεσσαλονίκης.
Όπως και αν έχει η όλη υπόθεση της απαγωγής μου, στάθηκε αφορμή για την απαρχή δυσάρεστης διπλωματικής εξέλιξης μεταξύ Γερμανικής και Τουρκικής κυβέρνησης. Δεν αποκλείεται μάλιστα αυτές οι δυσαρέσκειες να βάρυναν έστω και λίγο τη μετέπειτα έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων του 1912» λέει ο Ρίχτερ.
Επίσης χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αρχές Ιουνίου, λίγες μόλις μέρες από την απαγωγή, οι τουρκικές αρχές δέχτηκαν αμέσως να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ληστών, δίνοντάς τους μουλάρια φορτωμένα χρυσάφι, περίπου 19.000 χρυσές λίρες.
Οι ληστές όμως δεν τις δέχτηκαν και ζήτησαν περισσότερα λύτρα. «Ήταν ακόμη πολύ νωρίς για την απελευθέρωση. Η Τουρκία έπρεπε να ταπεινωθεί περισσότερο» εκτιμά ο κ. Τάχατος σύμφωνα με την έρευνά του.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ
Ποια ήταν όμως τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν ρόλο γύρω από την απαγωγή; Σύμφωνα με τον κ. Τάχατο τα πρόσωπα αυτά ήταν: ο πρόξενος της Ελλάδας στην Ελασσόνα, Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος, κάποιος Έλληνας αξιωματικός αγνώστων στοιχείων που έδινε τις εντολές και παρακολουθούσε την όλη υπόθεση και για λόγους ασφαλείας είχε πιάσει δουλειά σε ποιμνιοστάσια του χωριού, ως βοσκός. Ο μητροπολίτης Ελασσόνας Νεόφυτος και ο έμπορος κάτοικος Κοκκινοπηλού, πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής του χωριού, Γιάννης Μαρωνίδης.
Σύμφωνα με τον κ. Τάχατο, επειδή δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να εμπλακεί πολιτικά η Ελλάδα στην όλη απαγωγή, έπρεπε να βρεθεί το κατάλληλο άτομο που θα πραγματοποιούσε την απαγωγή και θα κινούνταν στην οριογραμμή των συνόρων Ελλάδας - Τουρκίας. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο λήσταρχος της περιοχής Λιόλιος και η συμμορία του από το χωριό Φλάμπουρο.
«Είχε ό,τι χρειαζόταν. Ήταν άριστος γνώστης της περιοχής και των μονοπατιών -ήταν έντιμος και σκληρός στις διαπραγματεύσεις- ήταν επικηρυγμένος και από τους Τούρκους και από τους Έλληνες - είχε και προσωπικό κίνητρο μιας και περίμενε ότι όταν θα απελευθερωνόταν η περιοχή, το ελληνικό κράτος θα του έδινε αμνηστία για το ληστρικό του παρελθόν. Όταν ενημερώθηκε για το σχέδιο απαγωγής, συμφώνησε αμέσως. Τη συμμορία αποτελούσαν οι: Γ. Λιόλιος - Αθανάσιος Στρατής ή Καραπιπέρης - Ιωάννης Μιτούλης ή Ντεληγιάννης - Ιωάννης Μεταξιώτης - και δύο ακόμα αγνώστων λοιπών στοιχείων».
Σε μια τέτοια υπόθεση όμως δεν γινόταν να μη δεν σημειωθούν αντίποινα από τους Τούρκους. Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας του κ. Τάχατου εκείνοι που υπέφεραν τα πάνδεινα, ήταν οι κάτοικοι του Κοκκινοπηλού και των γύρω περιοχών. «Γνωρίζουμε από επιστολές που έστειλε ο μητροπολίτης Ελασσόνας Νεόφυτος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ότι τα τουρκικά αποσπάσματα ξυλοκοπούσαν τους χωρικούς και τους έβαζαν να υπογράφουν δηλώσεις ότι σε προκαθορισμένη ημερομηνία θα έβρισκαν και θα παρέδιδαν τον Ρίχτερ. Ο ηγούμενος της ιεράς Μονής Αγίας Τριάδας Σπαρμού Νικηφόρος και ο μοναχός Κύριλλος είχαν συλληφθεί και είχαν οδηγηθεί στην Ελασσόνα και θα οδηγούνταν σε δίκη. Αφορμή είχε σταθεί το γεγονός ότι σε σπηλιά κοντά στη Μονή είχε βρεθεί νεκρός κάποιος ληστής» σημειώνει.
Μετά από συνεχή τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας του Πατριαρχείου, που είχε γνώση της κακομεταχείρισης των κατοίκων, το τουρκικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων αναγκάστηκε να δώσει κάποιες απαντήσεις, έστω και με καθυστέρηση ενός σχεδόν χρόνου.
Πρόκειται για μια επιστολή που, όπως υπογραμμίζει ο κ. Τάχατος, δείχνει πώς αντιμετώπισαν οι τουρκικές αρχές το όλο ζήτημα της απαγωγής του Ρίχτερ. Φέρθηκαν με απάνθρωπο τρόπο στους κατοίκους, αλλά τα επίσημα όργανα δικαιολογούσαν κάθε ενέργεια των καταδιωκτικών αποσπασμάτων. Σημασία για την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε η πάση θυσία απελευθέρωση του αιχμαλώτου ώστε να γλιτώσει το διπλωματικό επεισόδιο με τη Γερμανία.
Τελικά ο Ρίχτερ απελευθερώθηκε στις 22 Αυγούστου 1911 και αφού δόθηκαν στους ληστές 38 χιλιάδες χρυσές λίρες ως λύτρα. «Η Ελλάδα είχε πετύχει τον στόχο της που ήταν να κλονίσει τις άριστες μέχρι τότε σχέσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Γερμανίας στις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων» καταλήγει ο κ. Τάχατος.