Μια απάτη που εξελίχθηκε το χρονικό διάστημα από 3/5/2010 έως 8/6/2011, περίοδος που η Ελλάδα εισερχόταν στην εποχή των μνημονίων. Η απάτη σε βάρος των δύο αδελφών από τα Τρίκαλα βασίστηκε στην περιρρέουσα οικονομική κατάσταση εκείνης της περιόδου και ειδικότερα στη φημολογία περί «επικείμενης κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας και σε πτώχευση της Ελλάδας, και κατά συνέπεια σε επικείμενη ολοσχερή κατάρρευση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος», όπως με έμφαση σημειώνεται στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης.
Ο επενδυτικός σύμβουλος κατάφερε να πείσει τελικά τα θύματά του, πως επενδύοντας μεγάλα χρηματικά ποσά σε προϊόν ασφαλιστικής εταιρείας θα εξασφάλιζαν τα χρήματά τους και μάλιστα με καλύτερο επιτόκιο.
Μόνο που «ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρισκόταν εκείνη τη χρονική περίοδο σε εξαιρετικά δυσχερή οικονομική κατάσταση και είχε μεγάλη ανάγκη από μετρητά χρήματα, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις του, ιδιοποιήθηκε παράνομα τα χρηματικά ποσά» των θυμάτων του. Τα δύο αδέλφια, δυστυχώς για τα ίδια, διαπίστωσαν αργά πως έχασαν τα χρήματά τους, πνέοντας έκτοτε τα μένεα κατά του επενδυτικού συμβούλου που τυγχάνει και γαμπρός στο σόι.
Ο σύμβουλος αρνήθηκε τις κατηγορίες, χωρίς ωστόσο να δώσει χθες πειστικές εξηγήσεις, όπως υπογράμμισε στην αγόρευσή του και ο εισαγγελέας της έδρας. Μαζί του καταδικάσθηκε χθες και η 47χρονη σύζυγός του, ενώ αθωώθηκε τελικά η συγκατηγορούμενη πεθερά του.
Από τη χθεσινή ακροαματική διαδικασία δεν έλειψαν και οι στιγμές έντασης με τα δύο αδέλφια - θύματα να σημειώνουν την οργή τους για τον κατηγορούμενο, προβαίνοντας μάλιστα σε χαρακτηρισμούς, με αποτέλεσμα να δεχθούν έτσι τις έντονες παρατηρήσεις της προέδρου. Η οποία διέταξε μάλιστα την κράτηση του ενός αδελφού, όταν εκείνος αντέδρασε για τον τόνο της φωνής του συνηγόρου υπεράσπισης ενώ κατέθετε η μητέρα του.
Η μητέρα των θυμάτων, ακόμη και κατά τη διακοπή της δίκης, αναφερόταν με ένταση στη συνυφάδα της και πεθερά του καταδικασθέντα συμβούλου, καθώς η μεταξύ τους τηλεφωνική επικοινωνία για την επικείμενη... χρεοκοπία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εκτιμάται πως συνέβαλε στην απόφαση για επενδύσεις μέσω του γαμπρού, που, μεταξύ άλλων, σήμανε και τη χρεοκοπία των άλλοτε οικογενειακών σχέσεων.
Για μια περίοδο, που όπως επισήμανε ο συνήγορος υπεράσπισης «ήταν της μόδας εκείνη την εποχή, το παιχνίδι για να κερδίσουν περισσότερα. Η αλήθεια είναι πως παίξανε και χαθήκανε τα χρήματα» αναφερόμενος σε επενδύσεις που υποτίθεται θα απέφεραν υψηλότερες επιδόσεις και περισσότερα χρήματα.
ΠΕΤΥΧΗΜΕΝΟΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
Το πώς στήθηκε η απάτη περιγράφεται λεπτομερώς και στην πρωτόδικη απόφαση, όπου σημειώνεται ότι ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε στα θύματά του πως «γνωρίζει πολύ καλά τα χρηματοοικονομικά και ασφαλιστικά θέματα», καθώς και ότι «είναι πετυχημένος επενδυτικός σύμβουλος και συνεργάζεται (μεταξύ άλλων) και με μεγάλο ασφαλιστικό οργανισμό» (σ.σ. το όνομα της Ασφαλιστικής αναφέρθηκε πολλές φορές χθες στην ακροαματική διαδικασία) «η οικονομική ισχύς του οποίου επιτρέπει, να χορηγεί επιτόκιο καταθέσεων κατά ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που χορηγούν τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα, και δη ότι, τοποθετώντας χρηματικά ποσά σε συγκεκριμένο πρόγραμμα», «σε περίπτωση πτώχευσης του Ελληνικού Κράτους, αφενός θα τους απέφεραν μεγαλύτερο επιτόκιο από αυτό που χορηγούσαν τα ελληνικά τραπεζικά πιστωτικά ιδρύματα, αφετέρου θα είχαν τη δυνατότητα εκταμίευσης των χρημάτων εντός προθεσμίας 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία, κατά την οποία θα ήθελαν να αποσύρουν τα χρήματά τους από το ως άνω πρόγραμμα».
Μάλιστα ο ένας αδελφός περιέγραψε χθες και τη «χλιδάτη» εμφάνιση του κατηγορουμένου που απέσπασε τελικά τα χρήματα από τους «πρώτους εξαδέλφους της συζύγου του». Ειδικότερα από τον έναν απέσπασε 120.000 ευρώ και από τον αδελφό του απέσπασε άλλες 87.731 ευρώ.
Τελικά, όμως, «ο κατηγορούμενος δεν επένδυσε τα χρηματικά ποσά, όπως συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ούτε σύναψε ασφαλιστήρια συμβόλαια του προγράμματος», στο όνομα των δύο αδελφών «ως ασφαλιζόμενων προσώπων στον ασφαλιστικό οργανισμό, ούτε εισέπραξε ο ασφαλιστικός οργανισμός τα χρηματικά ποσά, αφού ο κατηγορούμενος δεν τοποθέτησε τα χρηματικά ποσά στο πρόγραμμα».
Μάλιστα, σημειώνεται στην απόφαση ότι «ο κατηγορούμενος δεν είχε τις νόμιμες προϋποθέσεις, για να προβαίνει στη διενέργεια τέτοιων επενδυτικών υπηρεσιών». Αντίθετα ο κατηγορούμενος, ο οποίος βρισκόταν εκείνη τη χρονική περίοδο σε εξαιρετικά δυσχερή οικονομική κατάσταση και είχε μεγάλη ανάγκη από μετρητά χρήματα, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις του, ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ανωτέρω χρηματικά ποσά των πολιτικώς εναγόντων, με αποτέλεσμα να βλάψει την περιουσία των παθόντων κατά το χρηματικό ποσό των 207.731 ευρώ».
ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΥΨΗΛΟΥ ΡΙΣΚΟΥ
Στο πλαίσιο της χθεσινής δίκης τα δύο αδέλφια περιέγραψαν τα γεγονότα, εστιάζοντας στην απόφασή τους να επενδύσουν τα χρήματά τους, λαμβάνοντας μάλιστα διαβεβαιώσεις πως δεν θα χαθούν. Με τον έναν να σημειώνει χαρακτηριστικά πως «μου είπαν να πάρω τα χρήματα από την τράπεζα για να μη χαθούν και να τα εξασφαλίσουν στην ασφαλιστική».
Ενώ διαπίστωσαν όταν επισκέφθηκαν την ασφαλιστική εταιρεία στην Αθήνα πως τα έγγραφα που έλαβαν από τον σύμβουλο ήταν πλαστά. «Έχει ευφράδεια λόγου, είναι ρήτορας» τόνισε ο έτερος αδελφός εξηγώντας πώς πείσθηκε να επενδύσει. Προβαίνοντας παράλληλα σε χαρακτηρισμούς σε βάρος του κατηγορουμένου, προκαλώντας την αντίδραση της προέδρου που ζήτησε την κράτησή του και έτσι για το υπόλοιπο της δίκης βρέθηκε καθήμενος στο εδώλιο «μαζί» με τον κατηγορούμενο.
Την εμπιστοσύνη που έδειξαν σε συγγενικά πρόσωπα για να εξαπατηθούν τελικά τα παιδιά τους, σημείωσαν και οι γονείς των δύο θυμάτων καταθέτοντας. Στα γεγονότα αναφέρθηκαν επίσης και άλλοι μάρτυρες, όπως η κόρη της κατηγορουμένης, αλλά και τραπεζικός διευθυντής.
«ΙΔΙΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ»
Ο κατηγορούμενος ξεκίνησε την απολογία του ζητώντας συγγνώμη από τη συγκατηγορούμενη πεθερά του, προφανώς για την εξέλιξη των πραγμάτων. Στην ουσία ωστόσο της υπόθεσης αρνήθηκε τις κατηγορίες, σημειώνοντας πως τα δύο αδέλφια «είχαν πλήρη επίγνωση» και, πως «δεν ήταν πλαστοί οι τίτλοι» που τους έδωσε, αλλά «ενημέρωση για τα χρηματικά ποσά» που ελάμβανε. Χωρίς ωστόσο να προσκομίσει αποδείξεις, διάσταση την οποία επέμενε η πρόεδρος του δικαστηρίου. «Δεν έχω καμία σχέση» δήλωσε τέλος στην ολιγόλογη απολογία της και η συγκατηγορούμενη πεθερά του.
«Η απολογία του κατηγορουμένου δεν είναι πειστική» τόνισε, μεταξύ άλλων, ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή του, σημειώνοντας πως «πήρε τα χρήματα, τα ιδιοποιήθηκε» προτείνοντας την ενοχή του.
Όπως πρότεινε επίσης την ενοχή της συζύγου για την κατηγορία της απλής συνέργειας, σημειώνοντας τέλος πως διατηρεί τις αμφιβολίες του για την τρίτη κατηγορουμένη και πεθερά του επενδυτικού συμβούλου.
Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, κηρύσσοντας ένοχο τον κατηγορούμενο, επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης 10 ετών (όπως και πρωτόδικα) στον επενδυτικό σύμβουλο που επέστρεψε στη Φυλακή. Στη σύζυγό του επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 ετών (από 4 πρωτόδικα) με τριετή αναστολή, ενώ, τέλος, κήρυξε αθώα την πεθερά (από φυλάκιση 3 ετών πρωτόδικα).
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ