«Πέσαμε, λοιπόν, από τα σύννεφα που οι ελληνικές εργοδοτικές οργανώσεις, όπως η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), η αφρόκρεμα δηλαδή της «καλής κοινωνίας» των εργοδοτών αποφάνθηκε ότι, λόγω των έκτακτων συνθηκών, δεν ενδείκνυται καμία αύξηση του κατώτατου μισθού. Λογικό. Γιατί εάν δεν υπήρχε η πανδημία όλοι αυτοί θα έδιναν οικειοθελώς αυξήσεις.
Από τους ερωτηθέντες μόνο η ΓΣΕΕ επέμεινε στην επαναφορά του κατώτατου στα προ Μνημονίων επίπεδα, δηλαδή στα 751 ευρώ. Το βασικό επιχείρημα των περισσότερων εργοδοτικών οργανώσεων είναι ότι εάν αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν σε απολύσεις υπό το βάρος των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, ενώ αντιπροτείνουν να υπάρξουν φορολογικές ελαφρύνσεις των χαμηλόμισθων και να εξεταστούν πιθανά άλλα μέτρα, που θα βελτιώνουν το εισόδημά τους. Κανείς δεν μιλάει, όμως, για τους μισθούς των εργαζομένων σε επιχειρήσεις, που ακριβώς λόγω της πανδημίας έχουν θησαυρίσει, για τους μισθούς αυτούς που δεν έχουν απλά παγώσει, αλλά στην πραγματικότητα έχουν υποστεί μείωση λόγω του ωραρίου-λάστιχο. Σούπερ μάρκετ, εταιρείες logistics, εταιρείες κατασκευής υγειονομικού υλικού και πολλοί άλλοι κλάδοι είδαν τα κέρδη τους να εκτινάσσονται κατά την περίοδο της πανδημίας. Όπως και οι ασφαλιστικές εταιρείες, που θωρακίστηκαν από την Κυβέρνηση απέναντι στον Covid-19 και που εμφανίζουν πολύ αυξημένα κέρδη.
Ποιος διάλογος και ποια διαβούλευση, λοιπόν. Το παιχνίδι είναι πουλημένο εξαρχής. Η Κυβέρνηση δήθεν εξετάζει και δήθεν προωθεί τον διάλογο για προειλημμένες αποφάσεις. Το συμφέρον των εργοδοτών είναι η πυξίδα της και η μηχανή που της παρέχει οξυγόνο, ενώ τα εργασιακά δικαιώματα είναι στην πραγματικότητα αντικείμενο χλεύης για την ίδια και για την οικονομική ελίτ που τη στηρίζει. Η τελευταία φορά που αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός, μετά τη μείωση που υπέστη την περίοδο των Μνημονίων, ήταν τον Φεβρουάριο του 2019, όταν η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον αύξησε στα 650 ευρώ, καταργώντας παράλληλα τον ντροπιαστικό υποκατώτατο μισθό των 500 ευρώ. Τώρα, με το πάγωμα του κατώτατου μισθού και τη θέσπιση των απλήρωτων υπερωριών, επιχειρείται ύπουλα μία νέα μείωση. Δεν πρέπει να αποδεχτούμε αυτήν την απόπειρα επιβολής και νομιμοποίησης μίας σύγχρονης δουλείας. Οι εργαζόμενοι, όπως και ο κόσμος όλος, γνωρίζουν πολύ καλά ποιος εργοδότης πράγματι δεν έχει τη δυνατότητα να δώσει αυξήσεις. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο χρειάζονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Έλεος πια με την ισοπέδωση των εργαζομένων στο όνομα της πανδημίας».