απέναντι στην απρόσμενη αλλαγή»: με τη φράση αυτήν, η σχεδιάστρια μόδας Ορσαλία Παρθένη, διευθύντρια δημιουργικού στον Οίκο Parthenis, απαντά στο ερώτημα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, σε σχέση με το τι θεωρεί ότι αυξάνει τις πιθανότητες επιχειρηματικής επιβίωσης σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, όπως αυτό που βιώνει τώρα η βιομηχανία της μόδας -μαζί με ολόκληρο τον πλανήτη.
«Δεν μπορείς να προσπαθείς συνέχεια να αλλάζεις, με βάση όσα συμβαίνουν γύρω σου ή τα γούστα των άλλων κι αυτό πιστεύω ότι ισχύει τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τις προσωπικότητες των ανθρώπων», εξηγεί ενόψει της αυριανής ομιλίας της στο TEDx University of Macedonia 2021.
«Οι άνθρωποι που πετυχαίνουν σημαντικά πράγματα είναι αυτοί που γνωρίζουν ποιοι είναι και το υποστηρίζουν. Αυτό μου έμαθε ο πατέρας μου, ο Δημήτρης Παρθένης και πιστεύω πως είναι πολύ σημαντική συμβουλή. Όταν θέλουμε να εξελιχθούμε επιχειρηματικά ή προσωπικά, πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξέρουμε ποιοι είμαστε. Κι όταν είμαστε αυθεντικοί και κάνουμε πολύ καλά αυτό που κάνουμε, ναι μεν θα απευθυνθούμε σε ένα συγκεκριμένο -μπορεί μικρότερο- κοινό, αλλά οι πελάτες θα έρθουν. Θα κερδίσουμε μια niche market (εξειδικευμένη αγορά), κι όταν έχεις ένα niche εδραιωμένο, δύσκολα σε κουνάει κάποιος από αυτό», λέει. Το 2020 ήταν μια σκληρή χρονιά για την παγκόσμια βιομηχανία μόδας, τα ετήσια έσοδα της οποίας προσέγγιζαν προπανδημικά τα 2,5 τρισ. δολάρια. Πολλοί αναλυτές παρομοιάζουν με βαρύ υπαρξιακό σοκ τη διαδικασία που διέρχεται ο κλάδος: η αξία του αδιάθετου στοκ από τις κολεξιόν της άνοιξης και του καλοκαιριού υπολογίζεται πως έφτασε παγκοσμίως σε 140-160 δισ. ευρώ, ενώ αναδύθηκαν νέες τάσεις ή ενισχύθηκαν άλλες, όπως οι διαδικτυακές πωλήσεις και η στροφή στα πιο casual ρούχα και το athleisure (ρούχα κατάλληλα τόσο για άσκηση όσο και για δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου). Πώς επηρεάστηκε η ελληνική βιομηχανία μόδας;
Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΓΑΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΕΩΝ ΕΠΗΡΕΑΣΕ «ΒΑΡΙΑ» ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΜΟΔΑΣ
«Στην Ελλάδα, όπου οι επιχειρήσεις είναι πιο μικρές και δεν απευθύνονται πολύ στην παγκόσμια αγορά, πολλές θα δυσκολευτούν πολύ να επιβιώσουν. Όσοι ήταν έτοιμοι από πριν, για να απευθυνθούν στους καταναλωτές on-line, είναι βέβαια πολύ πιο ωφελημένοι, σε σχέση με όσους δεν ήταν», σημειώνει.
Επιπλέον, λέει, στην Ελλάδα η μόδα αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από αυτό που αποκαλείται «occasion wear», δηλαδή ρούχα που έχουν να κάνουν με γάμους, βαπτίσεις κι άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις. «Όλα αυτά έχουν τελειώσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν πολύ αρνητικά πολλοί Έλληνες σχεδιαστές. Κάποιοι ήταν αρκετά ευέλικτοι, ώστε να αρχίσουν να δημιουργούν και πιο καθημερινά ρούχα, αλλά αυτό έχει δυσκολίες, καθώς το «κατά παραγγελία» είναι πολύ διαφορετικό από το «παράγω ποσότητα»», επισημαίνει.
ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΕΦΕΡΕ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ
Δεν ήταν όμως μόνο η οικονομική διαχείριση ή τα αδιάθετα αποθέματα, που άσκησαν πιέσεις στις επιχειρήσεις του κλάδου, εξαιτίας της πανδημίας. «Είναι πάρα πολύ δύσκολο σε τέτοιες συνθήκες να κρατήσεις ακμαίο το ομαδικό πνεύμα των ανθρώπων που δουλεύουν μαζί σου, να εξακολουθήσει να υπάρχει ενθουσιασμός, όταν το ηθικό όλων μας είναι πεσμένο. Κι αυτό, το να κρατάς ψηλά το ηθικό, είναι για εμένα ένα σημαντικό κομμάτι της επιχειρηματικότητας», εξηγεί. Συμπληρώνει πως, συνεπεία της πανδημίας, «κόπηκε» πέρυσι η παραγωγή σχεδόν της μισής χειμερινής συλλογής, για να προσαρμοστεί η εταιρεία στη γενικότερη πτώση της ζήτησης για ρούχα. Επίσης, πλέον, η φωτογράφιση των νέων συλλογών γίνεται την τελευταία στιγμή, «γιατί δεν ξέρουμε πραγματικά, μέχρι την τελευταία στιγμή, τι τελικά θα φτάσει στην κατανάλωση. Μπορεί ένα εργοστάσιο να κλείσει και να μη μας παραδώσει υφάσματα... Ή να αποφασίσουμε εμείς να αλλάξουμε κάτι, γιατί ξεφύγαμε οικονομικά λόγω των έκτακτων συνθηκών». Η αδυναμία εκτίμησης της πιθανής πορείας της αγοράς σε τέτοιες συνθήκες, αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τις επιχειρήσεις μόδας: «Ήδη τελειώσαμε τη συλλογή του χειμώνα 2021/2022 και μπήκαμε στη δημιουργία εκείνης του επόμενου καλοκαιριού. Πώς μπορώ να προβλέψω τι θα γίνει το καλοκαίρι του 2022;», διερωτάται και προσθέτει πως η Πολιτεία, που δεν στήριξε εγκαίρως τον κλάδο, «δεν κατάλαβε πως και το δικό μας προϊόν μπαγιατεύει κι ότι, επειδή προγραμματίζουμε κατ’ ανάγκη την παραγωγή μας έναν χρόνο νωρίτερα, έχουμε μείνει ως κλάδος με αποθήκες γεμάτες απούλητα ρούχα». Κατά την Ορσαλία Παρθένη, παρά την επείγουσα ανάγκη των επιχειρήσεων για πραγματοποίηση πωλήσεων και άρα επαναπροσέγγιση των καταναλωτών, το επιθετικό μάρκετινγκ σε τέτοιες συνθήκες δεν είναι επιλογή. «Πολλοί άνθρωποι ψωνίζουν σήμερα με τα χρήματα των αναστολών, δεν έχουν πια τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες, οπότε θεωρώ πως δεν μπορείς να είσαι επιθετικός στο μάρκετινγκ. Αντί γι’ αυτό, επιλέξαμε να κάνουμε φωτογράφηση της συλλογής πάνω σε ένα καΐκι, παραπέμποντας σε ταξίδια, σε διακοπές... Όλοι έχουμε μπουχτίσει και μόνο μέσα από το όνειρο μπορείς αυτήν τη στιγμή να προσεγγίσεις κάποιον, να του θυμίσεις ότι είσαι εδώ», εκτιμά.
Η ΒΙΩΣΙΜΗ, ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΓΗ ΜΟΔΑ ΚΑΙ Η GEN Z
Κατά πολλούς αναλυτές, η πανδημία επίσπευσε τη στροφή των καταναλωτών σε πιο συνειδητές επιλογές, πυροδοτώντας την απαίτηση για πιο αειφορική παραγωγή ρούχων, δεδομένου ότι -σύμφωνα με το BBC- η βιομηχανία μόδας είναι σημαντικός ρυπαντής, παράγοντας περίπου 1,2 δισ. τόνους CO2 ετησίως. «Θεωρώ πως η στροφή αυτή ισχύει περισσότερο για τους καταναλωτές με υψηλότερο εισόδημα και ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, αλλά και για τους πιο νέους. Όσοι σήμερα είναι λίγο πάνω από τα 20 είναι άλλα πλάσματα. Εντυπωσιάζομαι πολύ θετικά από τους ανθρώπους αυτής της γενιάς, που έχουν πολύ μεγάλη διαφορά από όσους ήταν 20 και κάτι δέκα χρόνια πριν. Θέλω να ελπίζω πως αυτή η γενιά πραγματικά θα κάνει την αλλαγή», λέει. Προσθέτει ότι ο Οίκος Parthenis ανέκαθεν είχε στοιχεία αειφορικότητας στην παραγωγή, ακόμη και όταν οι συνθήκες δεν το απαιτούσαν: «Ο μπαμπάς μου ανέκαθεν έλεγε, ήδη από τη δεκαετία του ‘80, πως απαγορεύεται το πλαστικό στα μαγαζιά και οι συνθετικές ίνες στα ρούχα... Σίγουρα στην πορεία κάποιες συνθετικές ίνες μπαίνουν στην παραγωγή, είναι πολύ δύσκολο να μην έχουμε καθόλου, αλλά γενικά το «νούμερο ένα» για εμένα είναι να κάνω «slow fashion». Δηλαδή, να προσπαθώ να φτιάχνω κάτι ποιοτικό, που ο αγοραστής δεν θα το πετάξει γρήγορα. Κάτι που ίσως θα στοιχίζει λίγο ακριβότερα, αλλά θα παλιώνει με όμορφο τρόπο. Επίσης, να χρησιμοποιώ περισσότερο φυσικές ίνες, να υποστηρίζω όσο μπορώ την τοπική παραγωγή πρώτων υλών και να μην πετάω πράγματα. Κάποιες μεγάλες εταιρείες έκαψαν εμπορεύματα, για να μη μειωθούν οι τιμές και η αξία τους. Εμείς κάναμε το outlet. Αναρωτήθηκα αν θα ήταν καλό να κάνω outlet και να πουλάω πολύ φθηνότερα ρούχα υψηλότερης αξίας, όμως τελικά σκέφτηκα πως από το να πετάξω τα εμπορεύματα, θα μπορούσαν να τα χαρούν περισσότεροι άνθρωποι».
Ο ΜΙΝΙΜΑΛΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ
Ζούμε σε μια «μαξιμαλιστική» εποχή, υπό την έννοια του κατακλυσμού πληροφορίας και αγαθών. Ποια είναι η θέση του μινιμαλισμού σε αυτό το περιβάλλον; «Ο μινιμαλισμός είναι η μεγαλύτερη πολυτέλεια. Το να έχεις λίγα, αλλά πολύ ωραία και ποιοτικά πράγματα, κάνει τη ζωή ομορφότερη και τελικά κοστίζει λιγότερο. Κι εγώ παρασύρομαι να καταναλώνω, είναι καθημερινός ο πόλεμος, γιατί ο μαξιμαλισμός είναι η εύκολη λύση, όπως το να τρώμε πολύ είναι ευκολότερο από το να τρώμε λίγο... Θεωρώ πως οι άνθρωποι που πετυχαίνουν τον μινιμαλισμό έχουν συνήθως πολύ καθαρότερο μυαλό, γιατί ο μαξιμαλισμός είναι λίγο σαν τον αλκοολισμό, «μας τραβάει μέσα». Αν όμως πάρουμε μια αναπνοή και αναρωτηθούμε τι χρειαζόμαστε πραγματικά, τότε προσδιορίζουμε και τι πραγματικά μας αρέσει», υπογραμμίζει.