Ο συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος έπεσε χθες στα «μαλακά» ελέω του νέου Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο κακουργηματικές πράξεις μετατράπηκαν σε πλημμελήματα, ενώ κατηγορίες σε βάρος του έπαυσαν αφού δεν κατατέθηκαν μηνύσεις εναντίον του από τις οικογένειες των κοριτσιών, όπως επισήμανε και η εισαγγελέας της έδρας κατά την αγόρευσή της. Ο 67χρονος, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, το 2014 «διατηρούσε επαφές» με ανήλικες «επιδιώκοντας, κυρίως μέσω της προσφοράς μικρών χρηματικών ποσών, αλλά και υποσχέσεων για παροχή άλλων υλικών ανταλλαγμάτων, να τελέσει ασελγείς πράξεις, ίσως ακόμη και να έλθει σε συνουσία, με ανήλικα κορίτσια, εκμεταλλευόμενος την απειρία και την επιθυμία τους να έχουν δικά τους χρήματα, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους». Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας χθες, μεταξύ άλλων, κατέθεσε μία 14χρονη (σ.σ. παιδί διαζευγμένης οικογένειας) που με δάκρυα στα μάτια περιέγραψε τα γεγονότα της εποχής, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, πως ο κατηγορούμενος «προσπαθούσε ψυχολογικά να με πείσει να γίνει η ερωτική πράξη» και πως τη θώπευσε στο διαμέρισμά του, αλλά εκείνη αρνήθηκε τις ανήθικες προτάσεις.
Η μητέρα της 14χρονης περιέγραψε πως μέσω μηνυμάτων σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης αντιλήφθηκε τον ρόλο του συνταξιούχου, ο οποίος ως άλλος «ψυχολόγος» έδινε συμβουλές στην ανήλικη.
Ο πατέρας της 14χρονης επέρριψε ευθύνες στην πρώην σύζυγό του και πως αυτή έστησε «πλεκτάνη» εναντίον του, με την εισαγγελέα της έδρας να επιμένει στο ερώτημα «γιατί σε αυτήν την “πλεκτάνη” εναντίον του η πρώην σύζυγος να εμπλέξει έναν άγνωστο, τον κατηγορούμενο».
Υπέρ της αθωότητας του κατηγορουμένου κατέθεσε τόσο ο πατέρας όσο και η μητέρα άλλης ανήλικης δηλώνοντας ότι η κόρη τους «είπε ψέματα» αρχικά στην κατάθεσή της επειδή ο κατηγορούμενος «δεν τήρησε την υπόσχεσή του να τη βαφτίσει». Καταθέσεις για τις οποίες η εισαγγελέας της έδρας, τόνισε στην αγόρευσή της πως «δεν αντέχουν στην κοινή λογική», ενώ με αφορμή αλληλοσυγκρουόμενες καταθέσεις των ανήλικων κοριτσιών η εισαγγελέας αφού σημείωσε πως «συγκρούονται οι καταθέσεις των κοριτσιών» τόνισε πως οι αλλαγές στις καταθέσεις «εξηγούνται».
«Καλό οικογενειάρχη» και «εξαίρετο συνάδελφο για τον οποίο δεν ακούστηκε ποτέ το παραμικρό» χαρακτήρισαν τον κατηγορούμενο στις καταθέσεις τους, συγγενικό του πρόσωπο και συνάδελφός του.
Ο κατηγορούμενος στην απολογία του αρνήθηκε τις κατηγορίες υπογραμμίζοντας πως «ποτέ κανένα κορίτσι δεν ήρθε σπίτι μου, όλα είναι ψέματα». Για να «αποδείξω πως δεν είμαι ελέφαντας» όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο κατηγορούμενος, ο οποίος για να αντικρούσει τις κατηγορίες, περιέγραφε τον εαυτό του σημειώνοντας έτσι το ενδιαφέρον του για τα κοινά, τη θέλησή του για σπουδές κ.λπ. Ωστόσο, παρενέβη ο πρόεδρος του δικαστηρίου λέγοντας πως «δεν έχουν καμία σχέση οι σεξουαλικές προτιμήσεις του ανθρώπου με τις σπουδές του, τόσα χρόνια στα δικαστήρια έχουμε δει ευυπόληπτους πολίτες, αλλά οι σεξουαλικές προτιμήσεις είναι άλλο πράγμα».
Η εισαγγελέας της έδρας πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου, κάνοντας εκτενή αναφορά στην αλλαγή του Ποινικού Κώδικα και στη μετατροπή κακουργηματικών πράξεων σε πλημμέλημα, αναφερόμενη στις ασελγείς πράξεις έναντι αμοιβής, στην προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας μέσω διαδικτύου, στην ηλικία της παθούσης, στη μη υποβολή έγκλησης από γονείς των κοριτσιών, κ.λπ.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας καταδίκασε τελικά τον 67χρονο με ποινή φυλάκισης δύο ετών, αντί της κάθειρξης δέκα ετών και του χρηματικού προστίμου ύψους 70.000 ευρώ που του επέβαλε πρωτόδικα το ΜΟΔ Βόλου.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ