και συνθέσεων σε δημόσιους χώρους, αναφέρεται σε (μακροσκελή) ανακοίνωσή του το Σωματείο Εικαστικών Λάρισας «8», με αφορμή «τον προβληματισμό των πολιτών για τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης ενός έργου τέχνης σε δημόσιο χώρο».
Όπως σημειώνει «η δημόσια τέχνη οφείλει να επικοινωνεί με έργα τέχνης, ανώτερης αισθητικής, τα οποία να αποτελούν σύμβολα για την ταυτότητα της πόλης και να λειτουργούν ως ένα κομμάτι της πολιτισμικής εξέλιξης και της συλλογικής μνήμης.
Τοποθετώντας λοιπόν έργα τέχνης στον δημόσιο χώρο, η τέχνη εισέρχεται στην καθημερινή ζωή των πολιτών, γίνεται μέρος της δημόσιας ζωής του ιστού της πόλης, και προπάντων αποτελεί κομμάτι της ιστορίας του αστικού τοπίου και του κοινωνικού συνόλου που τη δημιουργεί.
Ένα δημόσιο έργο Τέχνης πρέπει να διακατέχεται από διαχρονικότητα.
Η δημοσιοποίησή του είναι η τελική του πραγμάτωση και αποτελεί αντικείμενο κρίσης. Είναι μεγάλη ευθύνη.
Η γλυπτική στον δημόσιο χώρο είναι συνδεδεμένη με την ιστορία εκφράζει και αποκαλύπτει την εποχή και την ιδεολογία της κοινωνίας, νοηματοδοτεί τον κοινόχρηστο χώρο, λειτουργεί ως τοπόσημο αναφοράς για την πόλη και το πιο σημαντικό έχει αποστολή τη διαπαιδαγώγηση των επόμενων γενεών».
Όσον αφορά τη διαδικασία τοποθέτησης ενός δημόσιου γλυπτού έργου, «είτε αυτό αποτελεί απευθείας ανάθεση ή αγορά ή ακόμη και δωρεά από συλλόγους ή ιδιώτη, είναι απαραίτητη η εκπόνηση σχετικής μελέτης από ειδικό αρχιτέκτονα/μελετητή του έργου που πραγματοποιείται σε συνεργασία με εικαστικό καλλιτέχνη και μέλος του Ε.Ε.Τ.Ε.
Η ανέγερση του γλυπτού στον δημόσιο χώρο μπορεί να γίνει, αφού έχει προηγηθεί πανελλήνιος καλλιτεχνικός διαγωνισμός μεταξύ καλλιτεχνών, που είναι μέλη του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών, με συγκεκριμένο θέμα και ακριβές σημείο τοποθέτησης όπως περιγράφεται στο τοπογραφικό διάγραμμα.
Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί, πως όταν το δημόσιο έργο είναι προορισμένο να τοποθετηθεί εντός της πόλης τότε ανήκει στη δικαιοδοσία του Δήμου και την ευθύνη αναλαμβάνει ο Δήμος και η καλλιτεχνική επιτροπή ενός μουσείου που ανήκει στον Δήμο. Όταν το έργο είναι προορισμένο να τοποθετηθεί σε χώρους που ανήκουν στην Περιφέρεια π.χ. κόμβοι (όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση) τότε ανήκει στη δικαιοδοσία της Περιφέρειας η οποία αν δεν διαθέτει καλλιτεχνική επιτροπή, οφείλει να τη συγκροτήσει σύμφωνα με τις οδηγίες του Ε.Τ.Ε.Ε. Συνεπώς η νόμιμη διαδικασία της επιλογής και τοποθέτησης ενός δημόσιου γλυπτού, οφείλει να ακολουθηθεί από τον εκάστοτε φορέα ανάλογα με τον χώρο που πρόκειται να τοποθετηθεί.
Έτσι, ακόμη και αν ένα γλυπτικό έργο αποτελεί δωρεά του καλλιτέχνη προς μία περιφέρεια, για να τοποθετηθεί στον δημόσιο χώρο, θα πρέπει να έχει εγκριθεί από μία καλλιτεχνική επιτροπή αποτελούμενη από ειδήμονες του χώρου, όπως περιγράφεται παραπάνω.
Όταν η δημόσια τέχνη δεν αναπτύσσεται σωστά και παρακάμπτονται οι νόμιμες διαδικασίες, ακολουθεί τη μοίρα μιας φτωχής και απαξιωμένης εικόνας. Η απευθείας ανάθεση, η αγορά έργων τέχνης και η αποδοχή και τοποθέτηση «γλυπτικών δωρεών» χωρίς καμία διαδικασία διαγωνισμού ή έγκρισης από καλλιτεχνική επιτροπή, νομιμοποιεί τις πελατειακές σχέσεις και τα ρουσφέτια στη σχέση των δημιουργών και καλλιτεχνών με το Δημόσιο, με άμεσες επιπτώσεις στην αισθητική παιδεία και «κόστος» την αισθητική του δημόσιου χώρου». Το Σωματείο τέλος, καλεί την Περιφέρεια Θεσσαλίας να εξηγήσει «ποια ήταν η υπεύθυνη επιτροπή που ενέκρινε την τοποθέτηση των γλυπτών/ κατασκευών, και ποια η διαδικασία που ακολουθήθηκε.
Είναι τεράστια ευθύνη η τοποθέτηση ενός έργου Τέχνης σε δημόσιο χώρο.
Ο δημόσιος χώρος ανήκει στον καθέναν αλλά δεν ανήκει σε κανέναν προσωπικά».