επιπτώσεις στην Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση» αναφέρει στο ψήφισμα που εξέδωσε κατά πλειοψηφία ο Σύλλογος Διδασκόντων του 7ου ΕΠΑΛ Λάρισας, με αφορμή το υπό ψήφιση Σχέδιο Νόμου για την επαγγελματική εκπαίδευση. Στο ψήφισμα, ο Σύλλογος, μεταξύ άλλων, κάνει τις εξής διαπιστώσεις στο ψήφισμά του «Σε ολόκληρο το Σχέδιο Νόμου η έμφαση δε δίνεται πια στη γνώση και την παιδεία, αλλά κυρίως στην εκμάθηση επαγγελματικών δεξιοτήτων. Στόχος είναι η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών/-τριών που επιθυμεί να επιλέξει την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) να στραφεί κυρίως, στις (ιδρυόμενες με αυτό το νομοσχέδιο) μεταγυμνασιακές Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης (ΕΣΚ). Στα δύο χρόνια φοίτησης στις ΕΣΚ, στους 15χρονους μαθητές παρέχεται μία πρόωρη κατάρτιση (χωρίς καθόλου μαθήματα γενικής παιδείας), με στόχο χαμηλές και προσωρινές δεξιότητες, η οποία τους στερεί τη δυνατότητα περαιτέρω εκπαιδευτικής και επαγγελματικής εξέλιξης, απαραίτητης σε μία διαρκώς εξελισσόμενη αγορά εργασίας. Στη φοίτηση περιλαμβάνεται και μαθητεία ανήλικων μαθητών/-τριών σε εργασιακό χώρο, χωρίς προβλεπόμενη αμοιβή και ασφαλιστικά δικαιώματα. Η ανακοίνωση των ειδικοτήτων των ΕΣΚ αναμένεται να προκαλέσει κατάργηση ειδικοτήτων των ΕΠΑ.Λ., προβάλλοντας το επιχείρημα της εξάλειψης επικαλύψεων. Έτσι, σε συνδυασμό και με την επιβολή της Τράπεζας Θεμάτων, θα μειωθεί σημαντικά το μαθητικό δυναμικό της Λυκειακής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΕΠΑ.Λ.), το οποίο θα μετακινηθεί προς τις ΕΣΚ - δηλαδή στην πρόωρη κατάρτιση ανηλίκων - οδηγώντας σε συγχωνεύσεις-καταργήσεις ΕΠΑ.Λ. και πλεονάσματα εκπαιδευτικών σε διάφορες ειδικότητες.
Από την άλλη, η μόνη αναφορά του νομοσχεδίου στα ΕΠΑ.Λ. είναι η ίδρυση των Πρότυπων ΕΠΑ.Λ. -κανένα άρθρο του δεν αναφέρεται σε βελτίωση ή εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων ΕΠΑ.Λ. Σκοπός της λειτουργίας των Πρότυπων ΕΠΑ.Λ. είναι η ενίσχυση του βαθμού αυτονομίας τους, «με ενεργό ρόλο των εκπροσώπων της τοπικής κοινωνίας», δηλαδή των Δήμων, των τοπικών εκπροσώπων της αγοράς και των επιχειρήσεων που θα έχουν λόγο στη διαμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, στους τομείς και τις ειδικότητες. Έτσι αυτά θα μεταβάλλονται συχνότατα, συμπαρασύροντας και τις ανάγκες σε εκπαιδευτικό προσωπικό. Η αυτονόμηση στη λειτουργία του δημόσιου σχολείου οδηγεί στην αποχώρηση του κράτους από την ευθύνη λειτουργίας του. Σε συνδυασμό με το σκληρό σύστημα αξιολόγησης που προβλέπεται για τα Πρότυπα ΕΠΑ.Λ. διαμορφώνονται συνθήκες για κατηγοριοποίηση και αυτονόμηση των σχολικών μονάδων και περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Επιπλέον, στα Πρότυπα ΕΠΑ.Λ. συρρικνώνεται το εργαστηριακό πρόγραμμα σπουδών στο σχολείο με την καθιέρωση, για μία ημέρα την εβδομάδα, μη αμειβόμενης πρακτικής άσκησης ανηλίκων μαθητών/-τριών σε χώρους εργασίας. Μάλλον ευλόγως, θεωρούμε ότι υπάρχουν πολλές πιθανότητες όλα αυτά να εφαρμοστούν αργότερα στο σύνολο των ΕΠΑ.Λ., προοιωνίζοντας τι θα επακολουθήσει συνολικά στη δημόσια εκπαίδευση. Επιπροσθέτως, προβλέπεται και εξ αποστάσεως εκπαίδευση στις ΕΣΚ, στις Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ, όπως και στα Ι.Ε.Κ. Η διάταξη αυτή πιστεύουμε ότι αποδεικνύει πώς το ΥΠΑΙΘ επιθυμεί την εδραίωση της χρήσης της εξ αποστάσεως εκπαίδευση σε μόνιμη βάση, ξεκινώντας, μάλιστα, από το πεδίο της ΕΕΚ, παρά το γεγονός ότι σε αυτήν είναι κατεξοχήν απαραίτητη η χρήση εργαστηριακού εξοπλισμού από τους μαθητές/-τριες, και η φυσική τους παρουσία στην εκπαιδευτική δομή.
Ως εκπαιδευτικοί σε ΕΠΑ.Λ., οι οποίοι διδάσκουμε έναν μήνα τώρα στους μαθητές/-τριές μας εξ αποστάσεως, δηλώνουμε εμφατικά και με κάθε βεβαιότητα ότι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση - «τηλεκπαίδευση» - δεν είναι εκπαίδευση. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει τη διά ζώσης διδασκαλία. Βαθαίνει τις μορφωτικές και κοινωνικές ανισότητες, ιδίως καθώς το κόστος για την απόκτηση τεχνολογικού εξοπλισμού και την εξοικείωση με αυτόν μετακυλίεται σε εκπαιδευόμενους κι εκπαιδευτικούς. Ακυρώνει κάθε ουσιαστικό παιδαγωγικό δεσμό μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή. Καταργεί στην πράξη τη δυνατότητα του δημόσιου σχολείου να λειτουργεί ως μια κοινότητα συνύπαρξης και δυναμικής αλληλεπίδρασης. Οδηγεί σε ελαστικές και προσωρινές μορφές εργασίας (για παράδειγμα, αναπληρωτές τρίμηνης σύμβασης). Αποδιοργανώνει τη συλλογικότητα, αφού ο κοινός χώρος εργασίας χάνεται και οι συλλογικές αποφάσεις περιορίζονται. Τα προσωπικά δεδομένα εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων κινδυνεύουν να παραδοθούν προς αξιοποίηση σε κάθε λογής κερδοσκόπους. Τέλος, παραμένει αντισυνταγματική, καταλύοντας την αρχή της ισότιμης και δωρεάν πρόσβασης».