και των ιατρικών αξιολογήσεων, προσπαθώντας να βρει μια λύση ζωής.
Το πρόβλημα του 62χρονου κ. Βασίλη ανακύπτει μέσα από την ενοποίηση των ταμείων στον ΕΦΚΑ, αλλά και τον διαχωρισμό των ασφαλισμένων σε παλιούς και νέους, αποδεικνύοντας πως οι δύσκολες περιπτώσεις γίνονται χειρότερες όταν συνδυάζονται με προβλήματα υγείας.
Ο επί σειρά ετών έμπορος ανατρέχοντας στα σχεδόν 31 χρόνια ασφάλισής του αναρωτιέται για ποιον λόγο δεν δικαιούται σύνταξη αναπηρίας και του προξενεί μεγάλη εντύπωση, το γεγονός πως μετά από μια τέτοια περιπέτεια υγείας αναγκάζεται να αναζητήσει εργασία, κάτι που όπως ισχυρίζεται εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να κάνει.
Αρχικά θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ποιος θεωρείται παλαιός και ποιος νέος ασφαλισμένος: Παλαιός ασφαλισμένος νοείται ο υπάλληλος ο οποίος έχει ασφαλισθεί για πρώτη φορά σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, μέχρι 31-12-1992.
Νέος ασφαλισμένος νοείται ο υπάλληλος που έχει ασφαλισθεί για πρώτη φορά σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, από 1-1-1993 και μετά.
Η περίπτωσή του, όπως την περιέγραψε στην «Ε», έχει ως εξής: Ο κ. Βασίλης Σ. διατηρούσε κατάστημα επίπλων έως και το 2010, ενώ στη συνέχεια εργαζόταν ως ιδιωτικός υπάλληλος σε άλλον κλάδο. Πριν από δυόμισι περίπου χρόνια οδηγήθηκε στον ΟΑΕΔ ως άνεργος και πήρε για έναν χρόνο ταμείο ανεργίας. Έχει ξεπεράσει τα 30 χρόνια ασφάλισης με τη συντριπτική πλειοψηφία των ενσήμων στο Ταμείο Εμπόρων.
Τον Απρίλη του 2019 υποβάλλεται σε εγχείριση ανοιχτής καρδιάς (τετραπλό «μπάι- πας») κάτι που τον οδηγεί και σε αναπηρική σύνταξη για ένα έτος με ποσοστό αναπηρίας 70%. Έναν χρόνο μετά ξαναπερνάει από την αρμόδια επιτροπή ελέγχου και με βάση τα νέα δεδομένα της υγείας του, το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 54%.
Βάσει των ασφαλιστικών του δεδομένων ενημερώνεται από τον ΕΦΚΑ, και με δεδομένο πως ανήκει στην κατηγορία των παλιών ασφαλισμένων, ότι δεν δικαιούται συνέχιση της αναπηρικής σύνταξης, κάτι που του δείχνει και τον δρόμο της εργασίας εκ νέου. Ο πρώην έμπορος εξηγεί μάλιστα στην «Ε» πως εάν άνηκε στην κατηγορία των νέων ασφαλισμένων θα είχε έστω το ποσό των 380 ευρώ που θα του αντιστοιχούσε, ενώ τώρα δεν το έχει. Επίσης σύνταξη θα δικαιούταν εάν ήταν εξαρχής ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και όχι στο Ταμείο Εμπόρων ή τέλος εάν το ποσοστό αναπηρίας του παρέμενε πάνω από το 67% (εκκρεμεί μια ένσταση που έκανε για το τελευταίο ζήτημα).
«Η ουσία πάντως είναι πως αυτήν τη στιγμή δεν δικαιούμαι τίποτα και μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς παίρνω 8 χάπια την ημέρα και έχω 3 σελίδες με κανόνες που πρέπει να ακολουθώ για να ζήσω. Κάθε τρεις ώρες πρέπει να ξεκουράζομαι και με παίρνει ο ύπνος από τη διαρκή εξάντληση. Προσέχω ακόμα και τη στάση του σώματός μου όταν ξαπλώνω, καθώς είχε ανοιχτεί το σώμα μου για την επέμβαση από τον λαιμό ως τον ομφαλό μου. Παρόλα αυτά ενημερώνομαι πως οφείλω να βρω εργασία» εξηγεί ο ίδιος και αναρωτιέται εύλογα «Ποιος είναι εκείνος που θα με προσλάβει για να με ασφαλίσει κανονικά και τι εργασία μπορώ να κάνω εγώ τώρα σ’ αυτήν την κατάσταση; Πώς να εργαστώ όταν δεν μπορώ να σηκώσω βάρος, δεν αντέχω τη ζέστη και το κρύο; Για ποιον λόγο πλήρωνα κανονικά όλα αυτά τα χρόνια ένσημα και τώρα που έχω την ανάγκη για παροχή πραγματικής βοήθειας να μην τη λαμβάνω; Γιατί να υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα σε παλιούς και νέους ασφαλισμένους στο συγκεκριμένο ζήτημα;».
Παράλληλα, εκφράζει και την αγωνία του για το γεγονός πως δεν μπορεί να αγοράσει καλά - καλά τα φάρμακά του, αφού δεν έχει την ανάλογη κάλυψη και πως λόγω κορονοϊού ανήκει στις ομάδες υψηλού κινδύνου και δεν μπορεί να κινείται με άνεση έξω στην πόλη ανάμεσα στον κόσμο. Πόσο μάλιστα να εργαστεί.
Σ.σ. Τα πλήρη στοιχεία του κ. Βασίλη Σ. βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας για όποιον έχει διάθεση και αρμοδιότητα να τον βοηθήσει στην εξεύρεση λύσης.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ