καταγόμενος από το Σιτόχωρο Φαρσάλων. Μετά την αποφοίτησή του από τη Θεολογική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, συνέχισε τις σπουδές στο Μύνστερ της Ρηνανίας Βεστφαλίας, επέστρεψε για σύντομο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα και υπηρέτησε ως Θεολόγος στο Εξατάξιο Γυμνάσιο Φαρσάλων (1966-67), όπου οι μαθητές του και η κοινωνία του σχολείου αισθάνθηκαν έντονα την άξια προσωπικότητά του. Η πολιτική κατάσταση της εποχής και η κοινωνική στενότητα δεν ταίριαζαν στο ευρύ και φιλελεύθερο πνεύμα του, γεγονός που τον οδήγησε εκ νέου στο Μύνστερ. Εκεί, παράλληλα με τις σπουδές του στην Κοινωνιολογία και τη Βυζαντινολογία, υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης και μέλος της συντακτικής ομάδας στο «Γλωσσάρι για την πρώιμη μεσαιωνική Ιστορία της ανατολικής Ευρώπης», στο τμήμα των βυζαντινών πηγών. Επρόκειτο για εξειδικευμένο επιστημονικό περιοδικό στο οποίο δημοσιευόταν εργασίες μέσα από αντίστοιχο ερευνητικό πρόγραμμα σχετικά με την παρουσία των Σλάβων στη Χερσόνησο του Αίμου, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Jadran Ferluga.
Η δραστηριότητά του όμως ήταν πολύπλευρη. Δίδασκε την ελληνική γλώσσα και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνογερμανικής Εταιρείας που συστήθηκε για πρώτη φορά στο Μύνστερ (1976). Από το 1991 διηύθυνε ειδική υπηρεσία του Πανεπιστημίου του Μύνστερ, η οποία εκτός από τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας, είχε μεταβληθεί σε μια πηγή ακτινοβολίας ελληνικού πολιτισμού αλλά και πηγή πληροφόρησης κάθε ενδιαφερόμενου για το παρελθόν και το παρόν της Ελλάδας, καλύπτοντας με την ευρυμάθεια και τη δοτικότητά του τον κάθε ενδιαφερόμενο. Από τη θέση αυτή προέβαλλε την πατρίδα του διοργανώνοντας υψηλού επιπέδου ποικίλες επιστημονικές, πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις.
Σε όλους τους θεσμικούς, ή μη, φορείς του Πανεπιστημίου και της πόλης του Μύνστερ η παρουσία του Τάσου προσέδιδε τα χαρακτηριστικά της ελληνικότητας. Αποτελούσε το πνεύμα και την ψυχή τους. Η επιστημονικότητα του Τάσου ήταν γερμανικής φύσης, η ψυχή του, αναλλοίωτα, ελληνική. Η μετριοπάθεια και η ταπεινότητα δεν τον εγκατέστησαν στους διάσημους. Δεν επεδίωκε τίτλους και τιμές. Ζούσε αθόρυβα, αλλά δημιουργούσε ουσιαστικά. Έτσι το στίγμα του δεν είναι μικρό αφού συμπυκνώνει χιλιάδες μαθητές, στους οποίους δίδαξε την ελληνική γλώσσα, αλλά ιδιαίτερα προσπάθησε να τους κάνει κοινωνούς της ελληνικής παιδείας και των ιδιαιτεροτήτων του Ελληνισμού και της σύγχρονης Ελλάδας. Γιατί ο Τάσος έβλεπε την Ελλάδα μέσα από τη μέση οδό της λογικής και του συναισθήματος. Στην πόλη που αγάπησε, παντρεύτηκε τη γυναίκα του Ιρμα και γεννήθηκε η λατρεμένη κόρη του Ρέα - Έλενα. Το όνομα Κατσανάκης δεν είναι υπερβολικό να ειπωθεί ότι ταυτίζεται και θα ταυτίζεται με ό,τι σημαίνει Ελλάδα. Η ιδιαίτερη και μικρή πατρίδα του, το Σιτόχωρο και τα Φάρσαλα, θα πρέπει να είναι περήφανη για την πορεία του Τάσου και ελπίζω να βρει τρόπο, ώστε το όνομα Τάσος Κατσανάκης να αποτελεί πρότυπο για τις νέες γενιές της.
Βαγγέλης Κυριάκης