τον υπουργό Εσωτερικών που κατέθεσαν βουλευτές του ΚΚΕ , μεταξύ των οποίων και ο Λαρισαίος Γ. Λαμπρούλης, επισημαίνοντας: «Η κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αναγνώρισης της προσφοράς των εργαζομένων του προγράμματος «Βοήθεια Στο Σπίτι», στις ιδιαίτερες και δύσκολες συνθήκες της πανδημίας, και κυρίως κάτω από την πίεση των ίδιων των εργαζομένων, προχώρησε στη δημοσίευση σε ΦΕΚ της 4Κ/2020 προκήρυξης του ΑΣΕΠ -που εκκρεμούσε από το 2018- για 2.909 μόνιμες θέσεις στους δήμους της χώρας για το εν λόγω πρόγραμμα.
Ωστόσο, όπως προσδιορίζονται οι θέσεις στο σχέδιο της προκήρυξης διαπιστώνεται ότι οι θέσεις με ειδική εμπειρία είναι κατά πολύ λιγότερες από τις θέσεις του υπάρχοντος προσωπικού, δηλαδή ότι είναι επισφαλείς οι θέσεις του υπάρχοντος προσωπικού τόσο στις θέσεις ΠΕ-ΤΕ-ΔE και κυρίως στις θέσεις ΥΕ. Αν και ο μέσος όρος ηλικίας όσων εργάζονται ήδη στο ΒΣΣ, είναι 45 με 50 ετών και άνω και η συντριπτική πλειοψηφία έχει από 18 χρόνια συνεχούς και αδιάλειπτης εργασίας, είναι ενδεχόμενο να οδηγηθούν στον δρόμο της ανεργίας. Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η κατανομή των θέσεων, όπως γίνεται, παραπέμπει στην προκήρυξη 3Κ/2018 για προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στις ανταποδοτικές υπηρεσίες των δήμων, που για την πλειοψηφία των συμβασιούχων - παρατασιούχων των δήμων αποδείχθηκε δρόμος προς την ανεργία.
Κατά συνέπεια είναι έντονη η ανησυχία στους εργαζόμενους σε 875 δομές των δήμων, που ήδη εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» και με αυταπάρνηση προσφέρουν, παρά την εργασιακή τους ομηρία, κοινωνική στήριξη και βοήθεια σε πάνω από 100.000 συνανθρώπους μας, που εντάσσονται στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (ΑμΕΑ, υπερήλικες, κ.ά.). Είναι δεδομένο ότι θα είναι άδικο εργαζόμενοι που δουλεύουν για χρόνια να χάσουν τη δουλειά τους, καθώς είναι έμπειροι και δεν πρέπει να βρεθούν εκτός προγράμματος, διότι προσφέρουν σημαντική υπηρεσία. Ταυτόχρονα, είναι ολοφάνερη η ανάγκη να ενισχυθεί επαρκώς η υπηρεσία «Βοήθεια στο Σπίτι» με επιπλέον μόνιμο προσωπικό και τα απαραίτητα μέσα για να μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες για δωρεάν δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες, που συνεχώς διευρύνονται λόγω της πανδημίας και ως συνέπεια των αντεργατικών και αντιλαϊκών πολιτικών που εφαρμόζονται.
Η κυβέρνηση μπροστά σε αυτές τις ανάγκες, αντί να ενισχύσει με επιπλέον μόνιμο προσωπικό το πρόγραμμα, που οι συνθήκες της πανδημίας το ανέδειξαν ως κύριο ζήτημα, επιλέγει να βάλει σε αντιπαράθεση τους νυν εργαζόμενους με τους νέους, και τους γονείς με τα παιδιά τους.
Ερωτάται ο κ. υπουργός, ποια μέτρα προτίθεται να πάρει η κυβέρνηση ώστε να επαναπροσληφθεί -χωρίς όρους και προϋποθέσεις- το σύνολο των εργαζόμενων στο «Βοήθεια στο Σπίτι» και ταυτόχρονα, να ενισχυθεί επαρκώς η υπηρεσία με όλο το απαιτούμενο μόνιμο προσωπικό και τα απαραίτητα μέσα για να μπορεί να ανταποκριθεί».