Η χώρα μας, όπως και τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, επέλεξε την τακτική της καραντίνας για να περιορίσει τη διασπορά του φονικού αυτού ιού. Μια άλλη χώρα όμως διάλεξε έναν πολύ διαφορετικό δρόμο και γίνεται μεγάλη συζήτηση για την απόφασή της. Ο λόγος για τη Σουηδία, που αποφάσισε να ακολουθήσει μια τακτική που βασίζεται περισσότερο στην ατομική ευθύνη των πολιτών της αποφεύγοντας δραστικά μέτρα, όπως το κλείσιμο εστιατορίων, σχολείων και περιορισμούς στην κυκλοφορία. Στη Σουηδία ζούνε πολλοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων και αρκετοί Λαρισαίοι. Η «Ε» εντόπισε και συνομίλησε με πέντε Λαρισαίους που ζουν και εργάζονται σε διάφορες πόλεις. Οι απόψεις τους είναι τελείως διαφορετικές.
Για κάποιους η τακτική που ακολουθεί η Σκανδιναβική χώρα είναι σωστή, ενώ γι’ άλλους αποτέλεσε αφορμή για να επανεξετάσουν το μέλλον τους σ’ αυτή.*Μέχρι χθες Σάββατο 30 Μαΐου η Σουηδία με πληθυσμό 10 εκατ. κατοίκους μετρά 36.476 κρούσματα και 4.350 θανάτους με τα περισσότερα από αυτά να είναι στην πρωτεύουσα Στοκχόλμη. Εκεί συναντάμε τον κ. Ιωάννη Μάττο που ζει και εργάζεται τα τελευταία 20 χρόνια. Στο δίλημμα καραντίνα ή η πιο «χαλαρή» Σουηδική τακτική τονίζει πως σημαντικό ρόλο παίζει η προσωπική ευθύνη και οι δημοκρατικές ελευθερίες. «Μιλώντας για τη Σουηδία, το γεγονός ότι μια χώρα εκτός από το σύστημα υγείας συνυπολογίζει παράλληλα και άλλους παράγοντες όπως η ανεργία, η ελευθερία κινήσεων και πρωτοβουλιών, η ατομική ευθύνη κ.λπ., δεν σημαίνει ότι αδιαφορεί για την ανθρώπινη ζωή» εξηγεί ο 59χρονος και συνεχίζει «η τακτική που ακολουθεί η Σουηδία πιστεύω είναι υγιέστερη δημοκρατικά, ψυχολογικά και ανθρώπινα από την ελληνική. Για μένα είναι αδιανόητο να μπαίνουν πρόστιμα και περιορισμοί στην ελεύθερη μετακίνηση του πολίτη μέσα στην ίδια τη χώρα του».
Στη Στοκχόλμη εργάζεται και ένας άλλος Λαρισαίος, ο κ. Αθανάσιος Καραμάνης. Ο ίδιος πιστεύει ότι ο βασικότερος παράγοντας για να ακολουθήσουν αυτήν την πολιτική έχει να κάνει με το να κρατήσουν την οικονομία τους ζωντανή και επίσης σκεπτόμενοι μακροπρόθεσμα τα προβλήματα που μπορεί να επιφέρει ένα lockdown στην κοινωνία, όπως η αύξηση αυτοκτονιών, της ανεργίας κτλ.
«Η ιστορία θα δείξει ποια πολιτική που εφαρμόστηκε ήταν σωστή. Η πολιτική της Σουηδίας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ατομική ευθύνη και εκεί πολλοί Σουηδοί την πήραν αν και όχι όλοι και κυρίως οι νεότεροι», υπογραμμίζει ο κ. Καραμάνης που παρατηρεί ότι η ζωή έχει αλλάξει στη Στοκχόλμη, ειδικά για όσους είναι στον χώρο της πληροφορικής, καθώς οι περισσότεροι δουλεύουν από το σπίτι.
«Λάθη φυσικά έγιναν, κυρίως στον μικρό αριθμό τεστ και στον τρόπο που χειρίστηκαν τους ανθρώπους στα γηροκομεία, γιατί εκεί μολύνθηκαν και χάθηκαν πολλά άτομα άδικα» καταλήγει.
ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΕΝΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η αδυναμία του κράτους να προστατέψει τους ηλικιωμένους και κυρίως όσους βρίσκονται σε οίκους ευγηρίας είναι κάτι που παραδέχτηκε ο επιδημιολόγος Άντερς Τένελ, αλλά και ο πρωθυπουργός Στέφαν Λέβεν. Μέχρι στιγμής η πλειοψηφία των νεκρών είναι ηλικιωμένοι άνω των 70 ετών, μεγάλο ποσοστό των οποίων ζούσε σε οίκους ευγηρίας. Το γεγονός αυτό θορύβησε δύο Λαρισαίες που πλέον σκέφτονται ότι το μέλλον τους μπορεί να μην βρίσκεται στη Σουηδία.
Την 28χρονη Μαρία Σπήλιου συναντάμε στο Γκέτεμποργκ που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Σουηδίας. Εκεί εργάζεται ως αναπληρώτρια νηπιαγωγός σε παιδικό σταθμό.
Ζει στη Σουηδία τα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση στο θέμα της αντιμετώπισης του κορονοϊού άλλαξε την εικόνα που είχε σχηματίσει η ίδια για τη χώρα. «Έχω σοκαριστεί από τον τρόπο που αντιμετωπίζει την κρίση η κυβέρνηση, αλλά κυρίως από το πώς το αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι Σουηδοί. Όταν συζητάς μαζί τους και σου λένε καλά κάνει η κυβέρνηση γιατί πρέπει να σωθεί η οικονομία με όποιες επιπτώσεις και αν αυτό έχει, εκεί αρχίζω και τρομάζω γιατί αναρωτιέμαι δεν τους νοιάζει για τους γονείς και τους παππούδες τους;» λέει η κ. Σπήλιου και συνεχίζει αναφερόμενη στο μέλλον της: «Έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπω τη Σουηδία. Μετά από 5 χρόνια στη χώρα και έχοντας μάθει στο Σουηδικό σύστημα εργασίας, δηλαδή σεβασμός στους κανόνες και σωστές εργασιακές συνθήκες, δεν σκεφτόμουν να επιστρέψω στην Ελλάδα μόνιμα, αλλά μετά από αυτό έχω αρχίσει να σκέφτομαι να γυρίσω κάποια στιγμή πίσω. Όλο αυτό με ταρακούνησε και σκέφτομαι ότι τώρα μπορεί να είμαι νέα και υγιής και να μην κινδυνεύω άμεσα, αλλά σκέψου να έχεις δουλέψει μια ζωή, να έχεις δώσει τους φόρους σου, να έχεις τη σύνταξή σου και να συμβεί πάλι κάτι παρόμοιο και να σου φερθεί το κράτος πάλι έτσι. Δεν θέλω να ζω με αυτόν τον φόβο ότι το κράτος δεν θα με βάλει σε προτεραιότητα γιατί δεν βάζουν σε προτεραιότητα την τρίτη ηλικία, διαφορετικά δεν θα είχαν τόσους νεκρούς».
Την επιστροφή στην Ελλάδα σκέφτεται κι άλλη μια Λαρισαία που ζει με την οικογένειά της τα τελευταία 6 χρόνια στη Σουηδία. Τη συναντάμε στο Γέβλε, μια πόλη 100.000 κατοίκων βόρεια της Στοκχόλμης. Είναι η κ. Φάνια Δαλαμπύρα, που εργάζεται ως αναισθησιολόγος γιατρός στο νοσοκομείο της πόλης. Αρχικά ζητάμε να μάθουμε πώς λειτουργεί το σύστημα αυτό το διάστημα στους οίκους ευγηρίας και τα νοσοκομεία και μας το αναλύει ως εξής: «Στα γηροκομεία τους, πολλά από τα οποία είναι ιδιωτικοί φορείς, είχαν στείλει εντολή να κάνουν διαλογή, δηλαδή να εξετάζει και να κρίνει ο οικογενειακός γιατρός ποιος έχει ελπίδες να ζήσει και ποιος όχι και για όσους έκριναν ότι ο οργανισμός τους είναι αρκετά φθαρμένος είχαν δώσει εντολή να μην τους πάνε στο νοσοκομείο σε περίπτωση που αρρώσταιναν και φυσικά δεν γινόταν καν το τεστ για να δουν αν ήταν θετικοί στον Covid-19. Στο Γέβλε βγήκε ανακοίνωση από τον υγειονομικό φορέα να μην χορηγείται οξυγόνο στους ηλικιωμένους που το έχουν ανάγκη γιατί αποτελεί ουσιαστικά ιατρική παρέμβαση και άμα δεν είσαι εκπαιδευμένος δεν μπορείς να το χορηγήσεις.
Επίσης έχουν επιβάλει πάρα πολύ αυστηρά μέτρα για το ποιος μπαίνει στις ΜΕΘ και αυτός είναι ένας ακόμα από τους λόγος που τα νοσοκομεία τους άντεξαν».
Αναφερόμενη στο μέλλον της, η κ. Δαλαμπύρα σκέφτεται ότι ίσως η Σουηδία να μην είναι η χώρα που θα ήθελε να περάσει τη ζωή της μετά τη σύνταξη: «Δεν είμαι ευχαριστημένη με το πώς η Σουηδία χειρίστηκε την κατάσταση γιατί σκέφτεσαι ότι πληρώνω τόσους φόρους σ’ αυτό το κράτος και όταν θα γίνω συνταξιούχος θα με αφήσουν να πεθάνω; Δεν θέλω να γίνω συνταξιούχους σ’ αυτή τη χώρα, θα δουλέψω όσο είναι και μετά θα γυρίσω στην Ελλάδα έτσι όπως πάει το πράγμα. Άμα αυτή είναι η αντιμετώπιση σε έναν άνθρωπο που έχει πληρώσει φόρους στο κράτος τόσα χρόνια και τον αφήνουν να πεθάνει χωρίς οξυγόνο στο γηροκομείο, δεν είναι η χώρα που διατείνεται ότι έχει ανθρωπισμό, υποδέχεται τους πρόσφυγες και είναι φιλάνθρωποι, ε δεν είσαι άμα αφήνεις τους δικούς σου να πεθαίνουν έτσι».
ΗΡΕΜΙΑ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ
Αντίθετα από τις δύο συντοπίτισσές της, η κ. Παναγιώτα Μάκρη νιώθει ικανοποιημένη από την τακτική που ακολουθεί η Σουηδία: «Προσωπικά ο τρόπος που αντιμετωπίζει το θέμα η Σουηδία μέσα στην όλη αβεβαιότητα, με ηρεμεί. Θεωρώ ότι τα μέτρα που έχουνε πάρει είναι ικανοποιητικά, πράγμα που είναι δύσκολο να το καταλάβει κάποιος που ζει σε άλλη χώρα.
Κάποιος νομοθέτης που θα πάρει την απόφαση να κλείσει τη Σουηδία ως χώρα θα πρέπει να έχει στο μυαλό του πάρα πολλά πράγματα όπως το ποσοστά κατάθλιψης, αλκοολισμού, γι’ αυτό και θεωρώ εγώ ότι δεν επέβαλαν καραντίνα όπως άλλες χώρες» μας εξηγεί η κ. Μακρή και συνεχίζει περιγράφοντας την καθημερινότητα στο Στρόμσταντ, μια μικρή πόλη 13.000 κατοίκων στα σύνορα με τη Νορβηγία όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια: «Η ζωή σε μια κωμόπολη είναι παρά πολύ διαφορετική σε σύγκριση με μια μεγαλούπολη όπως παράδειγμα το Γκέτεμποργκ.
Οι άνθρωποι εδώ έχουν περιοριστεί πάρα πολύ, εθελοντικά όλοι, από τα πρώτα κιόλας ήπια μέτρα που άρχισαν να παίρνουν. Οι δραστηριότητες των παιδιών σταμάτησαν, όποιες γιορτές είχαν προγραμματιστεί ακυρώθηκαν και ενώ τα εστιατόρια δεν έχουν κλείσει, δεν υπάρχει κόσμος σε αυτά. H πόλη μου, που ζει από τον τουρισμό, λόγω της γειτνίασης με τη Νορβηγία έχει ερημώσει. Το 25% του εργατικού δυναμικού της πόλης είναι χωρίς εργασία. Έχουμε δύο μεγάλα ξενοδοχεία και 4 μεγάλα κάμπινγκ. Σε μια πόλη όπου το ποσοστό ανεργίας ήταν πολύ μικρό, η διαφορά πλέον είναι μεγάλη» ενώ για το τι θα μπορούσαν να βελτιώσουν «ο αριθμός των τεστ για Covid-19 πρέπει να αυξηθεί και κυρίως στα άτομα που δουλεύουν με ευπαθείς ομάδες» καταλήγει η κ. Μακρή.
*Ο Κωνσταντίνος Κοντοκώστας είναι δημοσιογράφος και ολοκληρώνει τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Σουηδία