αλκοολούχα ποτά, από το 24% στο 13% για το εξάμηνο από την 1η Ιουνίου έως τις 31η Οκτωβρίου 2020.
Το αν αυτή η μείωση στην πώληση του καφέ από τα καταστήματα μετακυλήσει στους πελάτες τους, αποτελεί απόφαση του κάθε επιχειρηματία.
Λόγω των δύσκολων συνθηκών και του οικονομικού πλήγματος που έχει υποστεί ο κλάδος, με την αναστολή λειτουργίας των επιχειρήσεων λόγω των μέτρων για τον κορονοϊό, το πιθανότερο είναι οι καταναλωτές να πληρώνουν το καφέ τους στην ίδια τιμή που ίσχυε και με τον ΦΠΑ του 24%.
Η Πολιτεία φυσικά δεν μπορεί να υποχρεώσει τους επιχειρηματίες να προχωρήσουν σε –έστω και μικρή- μείωση της τιμής του καφέ στον καταναλωτή, επομένως ουσιαστικά ενισχύει μέσω της μείωσης φορολογικών εσόδων τον κλάδο της εστίασης.
Όπως υποστηρίζει ο αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ιδιοκτητών Καφέ-Μπαρ και καταστημάτων Εστίασης Λάρισας κ. Νίκος Αθανασούλης, «η μείωση του ΦΠΑ από το 24% στο 13%, στην πώληση του καφέ στον καταναλωτή, φέρνει μια ισορροπία στα οικονομικά των επιχειρήσεων», εξηγώντας: «Αγοράζαμε τον καφέ από τους προμηθευτές με ΦΠΑ 13% και τον πουλούσαμε με 24%. Σήμερα αποκαθίσταται αυτή η διαφορά και καλύπτει τη ζημία που είχαμε όλο αυτό το διάστημα».
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ισορροπία μεταξύ αγοράς και πώλησης του καφέ με τον ίδιο ΦΠΑ, εξαλείφει τη διαφορά του 11% του φόρου, που επιβάρυνε τους επιχειρηματίες του κλάδου, άσχετα αν τελικά αυτή καταβαλλόταν (όπου αυτό συνέβαινε) από τον καταναλωτή.
Από 1η Ιουνίου μέχρι τον Οκτώβριο, ο επιχειρηματίας θα αποδίδει μικρότερο φόρο, αλλά χωρίς αυτό να συνεπάγεται αλλαγή στην τιμολόγηση του καφέ και αντίστοιχα των μη αλκοολούχων ποτών (χυμούς, αναψυκτικά κ.ά.). Αυτό που πιθανόν θα μπορούσε να ωθήσει τους επιχειρηματίες σε μειώσεις τιμών, είναι ο ανταγωνισμός, σενάριο όμως μάλλον αδύναμο, μετά από ένα τρίμηνο «λουκέτου» στα καταστήματα εστίασης και με μια επανεκκίνηση που περιλαμβάνει περιορισμούς στη λειτουργία τους, όπως στην ανάπτυξη των τραπεζοκαθισμάτων κ.ά.
ΛΕΝΑ ΚΙΣΣΑΒΟΥ