Είχε προηγηθεί το βιβλίο «Ο σεισμός της Λάρισας της 1ης Μαρτίου 1941». Το νέο βιβλίο εκδόθηκε από τους Δήμους Λαρισαίων, Τυρνάβου και Αγιάς.
Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας επανεξετάζει όλες τις παλαιότερες επιστημονικές ανακοινώσεις και μελέτες, σχετικά με τον σεισμό της 9ης Ιανουαρίου 1892, των Κων. Μητσόπουλου (1892), Αγγ. Γαλανόπουλου (1950, 1953, 1960), Ιωάν. Παπαϊωάννου (1981), Β. Κουσκουνά (2001) και Ν. Ambraseys (2009), στηριζόμενος στις λεπτομερείς περιγραφές του σεισμού όπως αυτές δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες, της Λάρισας «Σάλπιγξ» και της Αθήνας «Ακρόπολις», «Επιθεώρησις», «Εφημερίς», «Καιροί», «Παλιγγενεσία», «Πρωία» και «Το Άστυ», κατά το χρονικό διάστημα Δεκέμβριος 1891 – Ιούνιος 1892, σε συνδυασμό με τα νεότερα γεωλογικά και σεισμολογικά δεδομένα της περιοχής, αλλά και τις νεότερες επιστημονικές γνώσεις στη Σεισμολογία, στη Σεισμική Γεωλογία και στην Τεχνική Σεισμολογία.
Ο σεισμός της 9ης Ιανουαρίου 1892 εκδηλώθηκε το πρωί, στις 8 και 15΄ και συνοδευόταν από υπόγεια βοή. Είχε επίκεντρο στη λεκάνη Λάρισας - Τυρνάβου, 8 χλμ. Β-ΒΑ της Λάρισας, 15 χλμ. Α-ΝΑ του Τυρνάβου και 25 χλμ. δυτικά της Αγιάς.
Δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα, μία όμως γυναίκα τραυματίστηκε και μερικοί υπέστησαν μώλωπες. Οι υλικές ζημιές που παρατηρήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας, Τυρνάβου και Αγιάς, κατελάμβαναν έκταση 1800 τ. χλμ. και εκτείνονταν, από το Αργυροπούλι, τους Γόννους και τη Ραψάνη, μέχρι τους Αγ. Αναργύρους, τις Νέες Καρυές και το Μοσχοχώρι και από την Αγιά μέχρι το Δαμάσι. Οι περισσότερες βλάβες παρατηρήθηκαν στα λιθόκτιστα κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά. Τα δημόσια κτίρια της Λάρισας, στα οποία παρατηρήθηκαν βλάβες από τον σεισμό, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων ήταν το παλαιό Τoυρκικό Διοικητήριο, το οποίο είχε ανακαινισθεί και διαμορφωθεί για να λειτουργήσει ως χώρος Δικαστηρίων, οι νέοι Στρατώνες, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο το Διδασκαλείο, το Δημαρχείο, το Ξενοδοχείο του Δήμου, και μερικές εκκλησίες. Στον Τύρναβο οι περισσότερες βλάβες παρατηρήθηκαν στον μεγάλο τουρκικό Στρατώνα. Γενικά οι βλάβες στην πόλη ήταν μέτριες και λιγότερες από αυτές της Λάρισας. Και η Αγιά συγκλονίστηκε ισχυρά από τον σεισμό, με αποτέλεσμα να προκληθεί πανικός στους κατοίκους της. Οι βλάβες ήταν περιορισμένες. Σε μερικά σπίτια σημειώθηκαν ρωγμές και γενικά η ένταση του σεισμού ήταν μικρότερη από αυτή της Λάρισας και του Τυρνάβου.
Πέραν των επιπτώσεων που είχε ο σεισμός στους ανθρώπους και στις τεχνικές κατασκευές, το έδαφος της πεδιάδας, βορειοανατολικά της Λάρισας σε διάφορες περιοχές της ρευστοποιήθηκε, δηλαδή έχασε τη συνοχή του και συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν ρευστό.
Ο σεισμός έγινε έντονα αισθητός σε ολόκληρη την ηπειρωτική Θεσσαλία και αισθητός στα νησιά των Βόρειων Σποράδων και στη Χαλκίδα. Έγινε ακόμα έντονα αισθητός στους οικισμούς της Δεσκάτης και του Παντελεήμονα Πιερίας και αισθητός στη Θεσσαλονίκη και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, περιοχές οι οποίες τότε βρίσκονταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή.
Από την επανεξέταση του σεισμού ο συγγραφέας κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
Α) Ο σεισμός είχε μέγεθος 5,5 -5,7 και μικρό εστιακό βάθος.
Β) Το ρήγμα, το οποίο ενεργοποιήθηκε, θα πρέπει να βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τη Λάρισα και τον Τύρναβο και έτσι εξηγούνται οι μικρές οριζόντιες εντάσεις του σεισμού, αφού οι μιναρέδες των τζαμιών στις δύο αυτές πόλεις, παρέμειναν ανέπαφοι.
Γ) Η σχετικά υψηλή ένταση του σεισμού, η οποία παρατηρήθηκε στην πόλη της Αγιάς, παρά το μέτριο μέγεθός του και την ικανή επικεντρική του απόσταση από αυτή, πρέπει να αποδοθεί στο φαινόμενο της κατευθυντικότητας, συμπεραίνεται δηλαδή ότι το ρήγμα διερράγη με κατεύθυνση προς την Αγιά.
Δ) Οι βλάβες που παρατηρήθηκαν στα κτίρια των τριών πόλεων και των γύρω οικισμών οφείλονται κυρίως στην υψηλή τρωτότητά τους λόγω: 1)Της γήρανσης των παλαιότερων κτιρίων της οθωμανικής περιόδου και 2) Της έλλειψης αντισεισμικής προστασίας των νεότερων, δηλαδή των κτιρίων της περιόδου μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας τον Οκτώβριο του 1881, επειδή εκ κατασκευής δεν πληρούσαν τους στοιχειώδεις στατικούς κανόνες αλλά και αυτούς της οικοδομικής τέχνης.