Ως πρώτος εργολάβος (για τις κηδείες των απόρων του Δήμου), αναδείχθηκε για μία δεκαετία (μετά από μειοδοτικό διαγωνισμό), ο Θεόδωρος Χαλήμαγας (1901).
Στο αμέσως επόμενο διάστημα, ο δήμαρχος της Λάρισας ζήτησε προσφορές για την κατασκευή «μίας νεκροφόρου ιππηλάτου αμάξης» από τα καραγωγεία και σιδηρουργεία Σαρίμβεη, Γκούβερη, Κάρπου και Καλύβα που λειτουργούσαν κοντά στη γέφυρα του Πηνειού. Η κατασκευή της ανατέθηκε τελικά στο «Ευρωπαϊκόν Αμαξοποιείον» του Χρήστου Κάρπου [1]. Μετά από την παράδοσή της στον Δήμο (Ιούλιος 1902), παραχωρήθηκε στον Θεόδωρο Χαλήμαγα, ο οποίος προσέλαβε Εβραίο αμαξηλάτη, γεγονός το οποίο σχολιάστηκε από τον Τύπο της εποχής [2].
Στις 19 Οκτωβρίου 1902, το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας αποφάσισε όπως «χορηγηθή εις τον εκμεταλλευτήν της νεκροφόρου πρόσθετος αποζημίωσις δραχμών πεντήκοντα (50) μηνιαίως, από της 1ης προσεχούς μηνός Νοεμβρίου, υπό τον όρον όπως ούτος εις εκάστην εκδημίαν απόρου παρέχει δωρεάν συν τη νεκροφόρω και ετέραν συνήθη άμαξαν ήτις θέλει παρακολουθεί την νεκροφόρον κατά την από της εκκλησίας εις το νεκροταφείον μεταφοράν του νεκρού» (απ. 80/1902) [3].
Παράλληλα ο Θεόδωρος Χαλήμαγας έλαβε την άδεια να παρέχει και τις υπηρεσίες του μεμονωμένα και ανεξάρτητα από αυτές που παρείχε στον Δήμο της Λάρισας. Προσέλαβε πολυάριθμο προσωπικό και δημιούργησε μεγάλο στόλο αμαξών όλων των τύπων και κατηγοριών (βικτώριες, σούστες, κάρα, βασιλικές άμαξες), καθιστώντας τον ως τον πρώτο αλλά και μεγαλύτερο εργολάβο τελετών της Λάρισας μετά από την απελευθέρωσή της (1881) [4].
Δύο χρόνια μετά από την υπογραφή της σύμβασης, με την οποία ο εργολάβος Θεόδωρος Χαλήμαγας είχε αναλάβει τη μεταφορά και ταφή των νεκρών έναντι 120 δρχ. μηνιαίας αποζημίωσης (70+50 δρχ.), ο τελευταίος αιτήθηκε αύξηση του χορηγούμενου μηνιαίου ποσού επειδή, όπως ισχυρίσθηκε, τα έξοδα συντήρησης της νεκροφόρας άμαξας του δήμου ως και της ιδικής του (τύπου Βικτώρια), την οποία σύμφωνα με τη σύμβαση έπρεπε να παραχωρεί δωρεάν, ήταν υπέρογκα. Το συμβούλιο ενέκρινε αύξηση 30 δραχμών μηνιαίως από της 1ης Ιανουαρίου 1904 και παράλληλα υποχρέωσε τον εργολάβο να έχει τους υπαλλήλους του «ευπρεπώς ενδεδυμένους» και τους ίππους των αμαξών «καταλλήλους ως και τας ιπποσκευάς αυτών ευπρεπείς» [5].
Το 1910, ο Θεόδωρος Χαλήμαγας, που είχε καταγγελθεί επειδή αρνήθηκε τη μεταφορά με τη νεκροφόρα άμαξα ενός αποβιώσαντος απόρου, απέδειξε ότι ο τελευταίος δεν ήταν άπορος [6]. Για την αποφυγή παρόμοιων περιστατικών αποφασίστηκε η καταγραφή όλων των απόρων οικογενειών της πόλης από επιτροπή δημοτικών συμβούλων [7].
Την 1η Σεπτεμβρίου 1914, το Δημοτικό Συμβούλιο ανέθεσε στους δημοτικούς συμβούλους (και δικηγόρους) Δ. Γαλανίδη, Ν. Μανωλάκη, Ιωάν. Βασιλάκη και Κων. Κομίτσα να συντάξουν έκθεση σχετική με την υπογραφείσα σύμβαση του Δήμου με τον εργολάβο της νεκροφόρας άμαξας Θεοδώρου Χαλήμαγα. Σύμφωνα με την έκθεση, ο αριθμός των κατά μήνα αποθνησκόντων απόρων το 1914 δεν υπερέβαινε τους επτά, αριθμός πολύ μικρός σε σχέση με τους αντίστοιχους μέσους όρους που προέβλεπε η αρχική σύμβαση [8].
Τον Μάρτιο του 1930 αποφασίστηκε η αγορά αυτοκινούμενης δημοτικής νεκροφόρας, σε αντικατάσταση της μέχρι πρότινος ιππήλατης άμαξας. Στη δημοπρασία που διεξήχθη στις 27 Μαρτίου 1930, την παραγγελία διεκδίκησαν ο Ευάγγελος Τζάνος, αντιπρόσωπος της εταιρείας «Cevrolet» και ο Θ. Μπόρβας, αντιπρόσωπος της εταιρείας «Ford». Τελικός μειοδότης αναδείχθηκε ο πρώτος, στον οποίο ανατέθηκε η προμήθεια αυτοκινήτου τύπου «Cevrolet Commercial», αξίας 56.000 δρχ. [9]. Στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 1930 αποφασίστηκε η μεταφορά των νεκρών από το νοσοκομείο των λοιμωδών νόσων από τον Θεόδωρο Χαλήμαγα ή τον Φώτιο Μόγια με την καταβολή εκ μέρους του νοσοκομείου του ποσού των 65 δρχ. για κάθε μεταφορά, αλλά με το νέο αυτοκίνητο και όχι με την παλαιά νεκροφόρα ιππήλατη άμαξα [10].
Το 1934 ο Χαλήμαγας ζήτησε από τον Δήμο να του παραχωρήσει το δικαίωμα της μεταφοράς και των ευπόρων πολιτών της πόλης, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο [11]. Κατηγορήθηκε όμως για μεταφορές άπορων νεκρών από το φθισιατρείο της πόλης προς το νεκροταφείο, χωρίς το ανάλογο τελετουργικό, παρόλο που ελάμβανε κανονικά από τον Δήμο τα συμφωνηθέντα χρηματικά ποσά που αφορούσαν τις κηδείες των τελευταίων. Όπως αναφέρουν δημοσιεύματα οι «πρόχειρες» κηδείες αφορούσαν κατά κανόνα αθίγγανους της πόλης [12].
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, η δημοτική νεκροφόρα τύπου «Cevrolet Commercial» που είχε αγορασθεί το 1930, είχε περιέλθει σε αχρηστία. Στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 1945 συζητήθηκε η ανάγκη «επαναλειτουργίας μίας τουλάχιστον νεκροφόρου απαραιτήτου διά τας ανάγκας των κατοίκων και διά την ευπρέπειαν της πόλεως». Παράλληλα ανατέθηκε στον δήμαρχο να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες με τους εργολάβους κηδειών Χαλήμαγα και Μόγια [13]. Πλην όμως ο Θεόδωρος Χαλήμαγας είχε καταστεί «άπορος κατόπιν των καταστροφών ών υπέστη επί κατοχής» [14], ο δε Μόγιας δεν διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια για τον σκοπό αυτό.
Ο Θεόδωρος Χαλήμαγας που διετέλεσε επί σειρά ετών πρόεδρος της ομοσπονδίας των αμαξηλατών, καραγωγέων και ηνιόχων της Λάρισας [15], απεβίωσε στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 217 (17 Φεβρουαρίου 1902).
[2]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 242 (19 Ιουλίου 1902).
[3]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου Λαρίσης (ΠΔΣΛ), φκ. 006 [1901-1903], 19 Οκτωβρίου 1902.
[4]. Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 662 (1 Ιανουαρίου 1903).
[5]. ΠΔΣΛ, φκ. 007 [1903-1905], 29 Απριλίου 1904.
[6]. ΠΔΣΛ, φκ. 010 [1909-1911], 26 Αυγούστου 1910.
[7]. ΠΔΣΛ, φκ. 010 [1909-1911], 15 Ιανουαρίου 1910.
[8]. ΠΔΣΛ, φκ. 012 [1914-1915], 1 Σεπτεμβρίου 1914.
[9]. ΠΔΣΛ, φκ. 017 [1929-1933], 13 Απριλίου 1930. Ο Τζάνος μειοδότησε επίσης και στον διαγωνισμό για την αγορά 4 βυτιοφόρων οχημάτων τύπου «Σεβρολέτ» αξίας 66.500 δρχ. εκάστου.
[10]. ΠΔΣΛ, φκ. 017 [1929-1933], 21 Νοεμβρίου 1930.
[11]. ΠΔΣΛ, φκ. 018 [1933-1935], 6 Αυγούστου 1934.
[12]. Ελευθερία (Λάρισα), φ. 2094 (25 Ιουνίου 1935) και φ. 2095 (26 Ιουνίου 1935).
[13]. ΠΔΣΛ, φκ. 021 [1945-1947], 14 Δεκεμβρίου 1945.
[14]. ΠΔΣΛ, φκ. 021 [1945-1947], 22 Δεκεμβρίου 1945.
[15]. Ελευθερία (Λάρισα), φ. 3316 (4 Φεβρουαρίου 1932).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου