Ο πολίτης γνωρίζει ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θέλει να ξεπουλήσει τα φιλέτα της ΔΕΗ, να ακυρώσει στην πράξη τη μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια μέσω του «εξορθολογισμού» των τιμολογίων, να επιβάλει την ακροδεξιά της ατζέντας του νόμου και της τάξης, να επιβαρύνει τον προϋπολογισμό με επιπλέον 300 εκατομμύρια ευρώ για να μειώσει τον ΕΝΦΙΑ των πλουσίων, των ίδιων δηλαδή που σπεύδει από την πρώτη στιγμή να ενισχύσει με σειρά φοροελαφρύνσεων.
Δεν γνωρίζει όμως ο πολίτης, μετά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, τι θα συμβεί με το ασφαλιστικό, το αφορολόγητο, τη 13η σύνταξη, τα πλεονάσματα που ο Κ. Μητσοτάκης ανεβάζει εκ νέου στο 3,5 % απορρίπτοντας το σχέδιο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για 2,5 % από το 2020.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν βρήκε χρόνο ούτε στη δευτερολογία του να αναφερθεί στο ασφαλιστικό, παρ’ όλο που είχε κάνει σημαία του την ιδιωτικοποίηση του επικουρικού πυλώνα, ενώ στελέχη του είχαν προχωρήσει και στην ιδιωτικοποίηση της κύριας σύνταξης.
Δεν είπε κουβέντα για το αφορολόγητο, παρ’ όλο που προεκλογικά είχε καταθέσει τροπολογία για τη διατήρησή του.
Δεν είπε κουβέντα για το αν θα διατηρηθούν τα επιδόματα και η 13η σύνταξη, παρ’ όλο που ως αντιπολίτευση τα είχε ψηφίσει και λίγες μέρες πριν τις εκλογές είχε δεσμευτεί ότι δεν θα πειραχτούν.
Ηθελημένα δεν εξήγησε ο κ. Μητσοτάκης πώς θα αντισταθμιστούν δημοσιονομικά οι γενναίες παροχές προς τους έχοντες και τους πλούσιους. Γιατί αν το έκανε, θα έπρεπε να εξηγήσει στους πολίτες ότι αυτό θα γίνει με το πάγωμα των προσλήψεων στην Παιδεία και την Υγεία.
Τα δύσκολα όμως τώρα αρχίζουν για την κυβέρνηση, αφού δεν μπορεί να κρατήσει κρυφή την ακραία νεοφιλελεύθερη ατζέντα της, καθώς αναγκάζεται να νομοθετεί. Οι λαϊκίστικες πρακτικές της του προηγούμενου διαστήματος δεν θα τη βοηθήσουν πλέον…».