Με τη βοήθεια του μετεωρολόγου κ. Πάνου Σκριμιζέα μάς έγινε γνωστό ότι πρόκειται για το φαινόμενο Άλως. Στη μετεωρολογία «Άλως» ονομάζεται το οπτικό φαινόμενο που προκαλείται από τη διάθλαση και ανάκλαση του ηλιακού ή σεληνιακού φωτός πάνω στους παγοκρυστάλλους των νεφών. Συνεπώς απαντώνται δύο είδη άλω, οι ηλιακές και οι σεληνιακές. Επειδή βασική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη παγοκρυστάλλων, τα νέφη που μπορούν να προκαλέσουν το φαινόμενο αυτό βρίσκονται σε ύψος πάνω από 6.000μ. Τέτοια νέφη είναι τα λεγόμενα ανώτερα ή θυσανοστρώματα (Cirrostratus).
Τα νέφη αυτών των τύπων βρίσκονται στην ανώτερη ατμόσφαιρα της Γης και έχουν συνήθως θερμοκρασία χαμηλότερη από 40 βαθμούς Κελσίου. Η ακτίνα του φωτεινού δακτυλιδιού που περιβάλλει τον δίσκο του Ήλιου ή της Σελήνης και τα χρώματά του εξαρτώνται από το μέγεθος και τη διάταξη των παγοκρυστάλλων στα νέφη αυτά.
Η πιο συνηθισμένη άλως έχει φαινόμενη ακτίνα 22 μοίρες, δηλαδή όσο περίπου είναι το τόξο στον ουρανό που καλύπτει η ανοικτή παλάμη μας στην έκταση του χεριού μας, από το μικρό δάκτυλο μέχρι τον αντίχειρα.
Η συχνότητα εμφάνισής της στη χώρα μας είναι περίπου 25 φορές τον χρόνο. Πολύ, όμως, σπανιότερα μπορεί να εμφανισθεί, γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη, και άλως με διπλάσια ακτίνα, αλλά με μικρότερη λαμπρότητα.
Η εμφάνιση της άλω γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη θα μπορούσε να συσχετισθεί με την αλλαγή του καιρού, όπως θεωρεί ο λαός, διότι, όπως αναφέραμε παραπάνω, συνδέεται με την ύπαρξη των νεφών cirrus και cirrostratus στην ανώτερη ατμόσφαιρα της Γης.
Γενικά, το φαινόμενο αυτό ανήκει στις «υφεσιακές» καταστάσεις δηλαδή όταν ακολουθεί ύφεση χωρίς αυτό όμως να αποτελεί και ασφαλές προγνωστικό κριτήριο καιρού, παρότι συνήθως το ακολουθούν θύελλες.
Στα γεωγραφικά πλάτη όπως της Ελλάδας, περίπου σε 35 βαθμούς Κελσίου - 41 βαθμούς Κελσίου το φαινόμενο αυτό κρίνεται μάλλον ασύνηθες αλλά όχι και σπάνιο, ιδίως το καλοκαίρι και τον μήνα Φεβρουάριο.