Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σε πρώτη φάση να υπάρξει άμεση παρέμβαση της προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, κ. Νικολέττας Μπασδέκη στη δικαστική αίθουσα, ενώ στη συνεχεία ακολούθησε και ανακοίνωση από τον Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας. Χθες υπήρξε αποχή των Λαρισαίων δικηγόρων στη συνεδρίαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων διότι προήδρευε η εφέτης με την οποία υπήρξε η έντονη διαφωνία την περασμένη εβδομάδα. Ανακοίνωση όμως για το περιστατικό εξέδωσε και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδας που κατέκρινε τη στάση της προέδρου του ΔΣΛ σημειώνοντας ότι «εντελώς ανεπίτρεπτα και πέρα από κάθε δικονομικό κανόνα εισήλθε στην αίθουσα του Δικαστηρίου, ζητώντας από τη δικαστή εξηγήσεις για τον λόγο της αναβολής».
Πιο αναλυτικά:
Στη συνεδρίαση του Μονομελούς Εφετείου της περασμένης Πέμπτης καταγράφηκε μια διαφωνία για ένα αίτημα αναβολής ανάμεσα στην πρόεδρο του δικαστηρίου και δικηγόρους με αποτέλεσμα να παρέμβει η πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας. Αργά το βράδυ ο ΔΣΛ εξέδωσε ανακοίνωση καταδικάζοντας τη συμπεριφορά της προέδρου «η οποία αφαίρεσε το δικαίωμα της υπεράσπισης από συνήγορο, απορρίπτοντας αίτημα αναβολής που προέβαλε βάσιμα για κώλυμα στο πρόσωπό του και επιχείρησε να διορίσει άλλους δικηγόρους με τη διαδικασία του αυτεπάγγελτου διορισμού, χωρίς καν να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της συνεδρίασης σε άλλη ημερομηνία». Μάλιστα υπογραμμιζόταν στην ανακοίνωση ότι η συγκεκριμένη εφέτης «επέδειξε αγενή συμπεριφορά» θυμίζοντας πως και κατά το παρελθόν επανειλημμένως έχει απαξιώσει «τον θεσμικό ρόλο των δικηγόρων ως συλλειτουργών της Δικαιοσύνης». Μάλιστα αποφασίστηκε να απέχουν τα μέλη του ΔΣΛ από τα καθήκοντά τους κατά τις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων στη σύνθεση των οποίων θα συμμετέχει η συγκεκριμένη εφέτης ενώ στάλθηκε και αναφορά σε όλες τις Προϊστάμενες Αρχές. Κατά τη διάρκεια της χθεσινής ημέρας, που η συγκεκριμένη εφέτης προήδρευε στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων όντως απείχαν τα μέλη του ΔΣΛ.
Την ίδια ώρα ωστόσο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδας εξέδωσε ανακοίνωση θέλοντας «για την πλήρη αποκατάσταση της αλήθειας» να παραθέσει τα εξής στοιχεία:
«Στη συγκεκριμένη υπόθεση, κακουργηματικού χαρακτήρα, πράγματι ζητήθηκε αναβολή για μια ποινική υπόθεση που είχε 5 κατηγορούμενους και η οποία είχε ήδη αναβληθεί στο παρελθόν για τον ίδιο λόγο. Η δικαστής απέρριψε το αίτημα νέας αναβολής και προχώρησε στον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου όπως είχε υποχρέωση κατά τον νόμο. Δεν χρειάζεται κατ’ αρχήν να τονίσουμε το αυτονόητο περί της ελεύθερης δικαιοδοτικής κρίσης του Δικαστή να αποφασίζει κατά περίπτωση εάν συντρέχει λόγος αναβολής ή διακοπής της δίκης, χωρίς να χρειάζεται τη σύμφωνη γνώμη του κατηγορουμένου. Σε κάθε περίπτωση μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής και τον αυτεπάγγελτο διορισμό δικηγόρου ακολούθησε η απόφαση περί διακοπής της συνεδρίασης σε άλλη δικάσιμο. Στη μετά τη διακοπή συνεδρίαση ο κατηγορούμενος δεν αποστερείται του δικαιώματός του να παρασταθεί και με τον δικηγόρο της επιλογής του. Επομένως ούτε στέρηση του δικαιώματος υπεράσπισης υπήρξε, ούτε άρνηση της δικαστού να διακόψει τη συνεδρίαση σε άλλη δικάσιμο» αναφέρει η ανακοίνωση και συνεχίζει γύρω από τη στάση της προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας «Αυτό ωστόσο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι εντελώς ανεπίτρεπτα και πέρα από κάθε δικονομικό κανόνα η πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση, εισήλθε στην αίθουσα του Δικαστηρίου, ζητώντας από τη δικαστή εξηγήσεις για τον λόγο της αναβολής. Πρέπει να γίνει σαφές και κατανοητό ότι η βελτίωση των συνθηκών απονομής της Δικαιοσύνης δεν αποτελεί ευχολόγιο αλλά πέρα από τις αναγκαίες νομοθετικές μεταβολές και την ενίσχυση της κρατικής χρηματοδότησης για στήριξη των δομών της Δικαιοσύνης, περνάει μέσα από αλλαγές σε νοοτροπίες και συμπεριφορές. Εμπρηστικές ανακοινώσεις σε βάρος δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που επιτελούν το καθήκον τους με ανιδιοτέλεια μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, δημόσια έκθεσή τους με αποχές συνεδριάσεων στις συνθέσεις στις οποίες συμμετέχουν και απειλές αναφορών σε όλες τις Αρχές, αφενός δεν στέκονται ικανές να τους επηρεάσουν και αφετέρου δυναμιτίζουν χωρίς λόγο το κλίμα αλληλοσεβασμού που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ όλων των παραγόντων της δίκης» καταλήγει η ανακοίνωση.
ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΔΣΛ: ΑΝΑΓΚΑΙΑ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΜΑΣ
Χθες βράδυ εν τω μεταξύ ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας ανταπάντησε στην τοποθέτηση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων εξηγώντας πως «κατανοεί απολύτως τη συναδελφική αλληλεγγύη της προς το μέλος της» διευκρινίζοντας όμως ότι «δεν αντιλαμβάνεται τον λόγο της εσφαλμένης παράθεσης των γεγονότων όπως αυτά εκτίθενται στην ανακοίνωση». Σύμφωνα λοιπόν με την ανακοίνωση του ΔΣΛ: «Το δικαίωμα επιλογής του δικηγόρου υπερασπίσεως ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον κατηγορούμενο και όχι στο Δικαστή. Αυτό αποτελεί θεμελιώδες Συνταγματικό Δικαίωμα του πολίτη, ρητώς κατοχυρωμένο και από την ΕΣΔΑ. Η παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, υπήρξε αναγκαία και επιβεβλημένη και χωρίς αυτή είναι βέβαιο ότι θα καταργείτο το ως άνω βασικό δικαίωμα του κατηγορουμένου, γεγονός που επιχειρήθηκε ήδη από τη συγκεκριμένη δικαστή χωρίς επιτυχία εξαιτίας της αρνήσεως των διορισθέντων από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως δικηγόρων να αποδεχθούν τον διορισμό τους. Είναι αυταπόδεικτο ότι εάν υπήρχε πρόθεση διακοπής της δίκης δεν θα επιχειρούνταν επανειλημμένως ο διορισμός αυτεπαγγέλτως συνηγόρων υπεράσπισης. Χωρίς δε την παρέμβαση του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας και της προέδρου του και την πραγματοποίηση της αποχής των δικηγόρων καμία διακοπή της δίκης δεν θα εγένετο και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δεν θα είχε ως επιχείρημά της ούτε την παραπάνω δικαιολογία».
Για την αναφορά της Ε.Δ.Ε. ότι η πρόεδρος «ανεπίτρεπτα εισήλθε στην αίθουσα του δικαστηρίου ζητώντας από τη δικαστή εξηγήσεις για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής» από τον ΔΣΛ διευκρινίζεται πως «αφενός μεν δεν απεικονίζει την πραγματική εξέλιξη των γεγονότων αφετέρου καταδεικνύει το πώς αντιλαμβάνεται η ένωση την θεσμική θέση του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μελών του και στον σεβασμό που πρέπει να απολαμβάνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του» και καταλήγει λέγοντας πως «το συμφέρον της Δικαιοσύνης και του πολίτη είναι υπεράνω κάθε συνδικαλιστικού δικαιώματος και κάθε κακώς εννοούμενης συνδικαλιστικής αλληλεγγύης».
ΚΩΣΤΑΣ ΓΚΙΑΣΤΑΣ